αἰσχίων: Difference between revisions

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
(Bailly1_1)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>Cp. de</i> [[αἰσχρός]].
}}
{{pape
|ptext=comp. zu [[αἰσχρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''αἰσχίων:''' compar. к [[αἰσχρός]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰσχίων''': αἴσχιστος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ [[αἰσχρός]], ὃ ἴδε.
|lstext='''αἰσχίων''': αἴσχιστος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ [[αἰσχρός]], ὃ ἴδε.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=<i>Cp. de</i> [[αἰσχρός]].
|lsmtext='''αἰσχίων:''' [[αἴσχιστος]], συγκρ. και υπερθ. του [[αἰσχρός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 30 November 2022

French (Bailly abrégé)

Cp. de αἰσχρός.

German (Pape)

comp. zu αἰσχρός.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχίων: compar. к αἰσχρός.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχίων: αἴσχιστος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ αἰσχρός, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

αἰσχίων: αἴσχιστος, συγκρ. και υπερθ. του αἰσχρός.