κελευτιάω: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
mNo edit summary |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=keleftiao | |Transliteration C=keleftiao | ||
|Beta Code=keleutia/w | |Beta Code=keleutia/w | ||
|Definition=Frequentat. of | |Definition=Frequentat. of [[κελεύω]], [[encourage]], [[exhort]], only in Ep. part., <b class="b3">Αἴαντε κελευτιόωντ' ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην</b> [[continually]] [[urge on|urging on]] [the men], Il.12.265; κελευτιόων [[γαιήοχος]] ὦρσεν Ἀχαιούς 13.125 ([[varia lectio|v.l.]] [[κελευθιόων]], = [[ὁδηγῶν]], Sch. ad loc.; κελευστιόων [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1415.png Seite 1415]] frequentativum von [[κελεύω]], beständig, wiederholt befehlen, antreiben; nur im part. praes., ὥς ῥα κελευτιόων Γαιήοχος ὦρσεν Ἆχαιούς Il. 13, 125, Αἴαντε κελευτιόωντε 12, 265; nach Hesych. κελευστιόων, Andere schrieben κελευθιόων. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1415.png Seite 1415]] frequentativum von [[κελεύω]], [[beständig]], [[wiederholt befehlen]], [[antreiben]]; nur im part. praes., ὥς ῥα κελευτιόων Γαιήοχος ὦρσεν Ἆχαιούς Il. 13, 125, Αἴαντε κελευτιόωντε 12, 265; nach Hesych. κελευστιόων, Andere schrieben κελευθιόων. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[κελευτιῶ]] :<br /><i>seul. part. prés. épq.</i> κελευτιόων;<br />[[presser vivement]], [[ordonner]], [[exciter]].<br />'''Étymologie:''' [[κελεύω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κελευτιάω [κελεύω] ep. ptc. κελευτιόων, [[aanvuren]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κελευτιάω:''' [frequ. к [[κελεύω]] (только part. praes. κελευτιόων) [[постоянно убеждать]], [[побуждать]], [[приказывать]] (κελευτιόων ὦρσεν Ἀχαιούς Hom.): ἀμφοτέρω Αἴαντε κελευτιόωντ᾽ ἐπὶ πύργων [[πάντοσε]] φοιτήτην Hom. оба Эанта всюду обходят башни, непрерывно давая указания. | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=(frequentative of [[κελεύω]]), [[part]]. -τιόων: [[urge]] or [[cheer]] on, ‘[[animate]],’ Il. 12.265. (Il.) | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κελευτιάω:''' θαμιστικό του [[κελεύω]], όπως [[πνευστιάω]] από το [[πνέω]], που χρησιμ. μόνο στη Επικ. μτχ. <i>κελευτιόωντε</i> ([[δυϊκός]]), [[συνεχώς]] παροτρύνοντας (τους άνδρες), σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κελευτιάω''': θαμιστικὸν τοῦ [[κελεύω]], ὡς τὸ [[πνευστιάω]], ἐκ τοῦ [[πνέω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ Ἐπ. μετοχ. κελευτιόων, «ἐπὶ δημηγορίας ὀτρυντικῆς» (Εὐστ.), Αἴαντε κελευτιόωντ’ ἐπὶ πύργων [[πάντοσε]] φοιτήτην, συνεχῶς παροτρύνοντες τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Μ. 265, πρβλ. Ν. 125. Ὑπάρχει διάφ. γραφ. κελευθιόων, πορευόμενος,- [[τύπος]], ὃν ἀναφέρει ὁ Ἡσύχ., παρέχων [[ὡσαύτως]] καὶ κελευθείοντες· ἀλλ’ εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. καὶ κελευστιόων = κελευστικῶς ἔχων. | |lstext='''κελευτιάω''': θαμιστικὸν τοῦ [[κελεύω]], ὡς τὸ [[πνευστιάω]], ἐκ τοῦ [[πνέω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ Ἐπ. μετοχ. κελευτιόων, «ἐπὶ δημηγορίας ὀτρυντικῆς» (Εὐστ.), Αἴαντε κελευτιόωντ’ ἐπὶ πύργων [[πάντοσε]] φοιτήτην, συνεχῶς παροτρύνοντες τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Μ. 265, πρβλ. Ν. 125. Ὑπάρχει διάφ. γραφ. κελευθιόων, πορευόμενος,- [[τύπος]], ὃν ἀναφέρει ὁ Ἡσύχ., παρέχων [[ὡσαύτως]] καὶ κελευθείοντες· ἀλλ’ εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. καὶ κελευστιόων = κελευστικῶς ἔχων. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[κελευτιάω]], [Frequentat. of [[κελεύω]], as [[πνευστιάω]] from [[πνέω]] only used in epic [[part]]. (dual), κελευτιόωντε]<br />[[continually]] urging on [the men], Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:10, 7 November 2024
English (LSJ)
Frequentat. of κελεύω, encourage, exhort, only in Ep. part., Αἴαντε κελευτιόωντ' ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην continually urging on [the men], Il.12.265; κελευτιόων γαιήοχος ὦρσεν Ἀχαιούς 13.125 (v.l. κελευθιόων, = ὁδηγῶν, Sch. ad loc.; κελευστιόων Hsch.).
German (Pape)
[Seite 1415] frequentativum von κελεύω, beständig, wiederholt befehlen, antreiben; nur im part. praes., ὥς ῥα κελευτιόων Γαιήοχος ὦρσεν Ἆχαιούς Il. 13, 125, Αἴαντε κελευτιόωντε 12, 265; nach Hesych. κελευστιόων, Andere schrieben κελευθιόων.
French (Bailly abrégé)
κελευτιῶ :
seul. part. prés. épq. κελευτιόων;
presser vivement, ordonner, exciter.
Étymologie: κελεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελευτιάω [κελεύω] ep. ptc. κελευτιόων, aanvuren.
Russian (Dvoretsky)
κελευτιάω: [frequ. к κελεύω (только part. praes. κελευτιόων) постоянно убеждать, побуждать, приказывать (κελευτιόων ὦρσεν Ἀχαιούς Hom.): ἀμφοτέρω Αἴαντε κελευτιόωντ᾽ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην Hom. оба Эанта всюду обходят башни, непрерывно давая указания.
English (Autenrieth)
(frequentative of κελεύω), part. -τιόων: urge or cheer on, ‘animate,’ Il. 12.265. (Il.)
Greek Monotonic
κελευτιάω: θαμιστικό του κελεύω, όπως πνευστιάω από το πνέω, που χρησιμ. μόνο στη Επικ. μτχ. κελευτιόωντε (δυϊκός), συνεχώς παροτρύνοντας (τους άνδρες), σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κελευτιάω: θαμιστικὸν τοῦ κελεύω, ὡς τὸ πνευστιάω, ἐκ τοῦ πνέω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ Ἐπ. μετοχ. κελευτιόων, «ἐπὶ δημηγορίας ὀτρυντικῆς» (Εὐστ.), Αἴαντε κελευτιόωντ’ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην, συνεχῶς παροτρύνοντες τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Μ. 265, πρβλ. Ν. 125. Ὑπάρχει διάφ. γραφ. κελευθιόων, πορευόμενος,- τύπος, ὃν ἀναφέρει ὁ Ἡσύχ., παρέχων ὡσαύτως καὶ κελευθείοντες· ἀλλ’ εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. καὶ κελευστιόων = κελευστικῶς ἔχων.
Middle Liddell
κελευτιάω, [Frequentat. of κελεύω, as πνευστιάω from πνέω only used in epic part. (dual), κελευτιόωντε]
continually urging on [the men], Il.