δυϊκός
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
δυϊκή, δυϊκόν, dual, D.T.635.30; τὸ δ. the dual number, A.D. Pron.10.28, S.E.M.1.142. Adv. δυϊκῶς = in the dual number, Phoeb. Fig.1.4, Anon. in Tht.73.4; = διττῶς, Suid.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1gram. dual ἀριθμός D.T.635.30, 31, Anon.Hier.Luc.2.22, Sch.D.T.381.13, (ὀνόματα) τῷ ἀριθμῷ ... δυϊκά S.E.M.1.142
•subst. τὸ δ. el número dual Sch.Er.Il.1.323.
2 gener. doble διαιρῶν (ὁ Παῦλος) τὸν ἄνθρωπον ἐν τῇ δυϊκῇ σημασίᾳ dividiendo al hombre en cuanto a su significado doble carnal y espiritual, Gr.Nyss.Apoll.185.26, χαρακτήρ Sch.D.T.381.26.
II adv. -ῶς
1 gram. en dual Anaximen.39, Sch.Pi.O.2.158d, «βόε» δὲ δ. anón. en POxy.2887.1.17.
2 de dos maneras, en dos sentidos διαθήκη· δυικῶς ἐκφωνεῖται Sud.
German (Pape)
[Seite 671] von zweien, zu zweien gehörig, Sp.; – ὁ δυϊκός, sc. ἀριθμός, der Dual, Gramm. – Adv., im Dual, Gramm.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du nombre deux ; t. de gramm. ὁ δυϊκός (ἀριθμός) ou τὸ δυϊκόν le duel.
Étymologie: δύο.
Greek (Liddell-Scott)
δυϊκός: -ή, -όν, = δυαδικὸς· τὸ δυϊκόν, ὁ δυϊκὸς ἀριθμός, Ἀπολλών. π. Συντ. 297. ― Ἐπίρρ. -κῶς, = διττῶς, Σουΐδ. 2) κατὰ δυϊκὸν ἀριθμόν, Γραμμ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δυϊκός, -ή, -όν)
«δυϊκός αριθμός» — ο αριθμός που εκφράζει στην κλίση ονομάτων και ρημάτων ότι γίνεται λόγος για δύο πρόσωπα ή πράγματα
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον αριθμό δύο, δυαδικός.