ἕστασαν: Difference between revisions
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
(Bailly1_2) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ἕστασαν | |||
|Medium diacritics=ἕστασαν | |||
|Low diacritics=έστασαν | |||
|Capitals=ΕΣΤΑΣΑΝ | |||
|Transliteration A=héstasan | |||
|Transliteration B=hestasan | |||
|Transliteration C=estasan | |||
|Beta Code=e(/stasan | |||
|Definition=''3 pl. plpf.'' of [[ἵστημι]], [[they stood]], Hom. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>3ᵉ pl. épq. pqp. de</i> [[ἵστημι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἕστᾰσαν:''' эп. 3 л. pl. ppf. к [[ἵστημι]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἕστᾰσαν''': γ΄ πληθ. συγκεκομμ. ὑπερσ. τοῦ [[ἵστημι]], Ὅμ.: [[ἀλλά]], ΙΙ. ἔστᾰσαν, ἀντὶ ἔστησαν, γ΄ πληθ. ἀορ. α΄, ἔστησαν ἢ ἐτοποθέτησαν, Ἰλ. Β. 525, Ὀδ. Γ. 182, Σ. 307, πρβλ. ἰδίως Ἰλ. Μ. 55. 56. | |lstext='''ἕστᾰσαν''': γ΄ πληθ. συγκεκομμ. ὑπερσ. τοῦ [[ἵστημι]], Ὅμ.: [[ἀλλά]], ΙΙ. ἔστᾰσαν, ἀντὶ ἔστησαν, γ΄ πληθ. ἀορ. α΄, ἔστησαν ἢ ἐτοποθέτησαν, Ἰλ. Β. 525, Ὀδ. Γ. 182, Σ. 307, πρβλ. ἰδίως Ἰλ. Μ. 55. 56. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''ἕστᾰσαν:'''<b class="num">I.</b> γʹ πληθ. συγκοπτ. υπερσ. του [[ἵστημι]], στάθηκαν.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἔστᾰσαν</i>, αντί <i>ἔστησαν</i>, γʹ πληθ. αορ. αʹ, έστησαν ή τοποθέτησαν. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:20, 3 October 2022
English (LSJ)
3 pl. plpf. of ἵστημι, they stood, Hom.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. épq. pqp. de ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἕστᾰσαν: эп. 3 л. pl. ppf. к ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἕστᾰσαν: γ΄ πληθ. συγκεκομμ. ὑπερσ. τοῦ ἵστημι, Ὅμ.: ἀλλά, ΙΙ. ἔστᾰσαν, ἀντὶ ἔστησαν, γ΄ πληθ. ἀορ. α΄, ἔστησαν ἢ ἐτοποθέτησαν, Ἰλ. Β. 525, Ὀδ. Γ. 182, Σ. 307, πρβλ. ἰδίως Ἰλ. Μ. 55. 56.
Greek Monotonic
ἕστᾰσαν:I. γʹ πληθ. συγκοπτ. υπερσ. του ἵστημι, στάθηκαν.
II. ἔστᾰσαν, αντί ἔστησαν, γʹ πληθ. αορ. αʹ, έστησαν ή τοποθέτησαν.