λοχαγέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[λοχαγός]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λοχᾱγέτης''': -ου, ὁ, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ [[λοχηγέτης]], = [[λοχαγός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 42, Εὐρ. Φοίν. 974, Ἱκέτ. 502· ἴδε ἐν λέξ. [[λοχαγός]].
|lstext='''λοχᾱγέτης''': -ου, ὁ, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ [[λοχηγέτης]], = [[λοχαγός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 42, Εὐρ. Φοίν. 974, Ἱκέτ. 502· ἴδε ἐν λέξ. [[λοχαγός]].
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=ου () :<br /><i>c.</i> [[λοχαγός]].
|lsmtext='''λοχᾱγέτης:''' -ου, ὁ, Δωρ. και Αττ. αντί [[λοχηγέτης]], = [[λοχαγός]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λοχᾱγέτης, ου, ὁ, [doric and Attic for [[λοχηγέτης]] = [[λοχαγός]], Aesch., Eur.]
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[commander]]
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], , dor. und att. statt [[λοχηγέτης]] = [[λοχαγός]]; Aesch. <i>Spt</i>. 42; Eur. <i>Phoen</i>. 681.
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 21 September 2023

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. λοχαγός.

Greek (Liddell-Scott)

λοχᾱγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ λοχηγέτης, = λοχαγός, Αἰσχύλ. Θήβ. 42, Εὐρ. Φοίν. 974, Ἱκέτ. 502· ἴδε ἐν λέξ. λοχαγός.

Greek Monotonic

λοχᾱγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. και Αττ. αντί λοχηγέτης, = λοχαγός, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

λοχᾱγέτης, ου, ὁ, [doric and Attic for λοχηγέτης = λοχαγός, Aesch., Eur.]

English (Woodhouse)

commander

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

[ᾱ], ὁ, dor. und att. statt λοχηγέτηςλοχαγός; Aesch. Spt. 42; Eur. Phoen. 681.