κατανάγκη: Difference between revisions

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katanagki
|Transliteration C=katanagki
|Beta Code=katana/gkh
|Beta Code=katana/gkh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">means of constraint: spell</b>, <b class="b3">βιαιότεραι κ</b>. cj. in <span class="bibl">Hld.6.14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> kind of <b class="b2">vetch, Ornithopus compressus</b>, used in making philtres, Dsc.4.131, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>27.57</span>, <span class="title">PMag.Osl.</span>1.370. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[κῆμος]], Ps.-Dsc.4.133.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[means]] of [[constraint]]: [[spell]], <b class="b3">βιαιότεραι κ.</b> cj. in Hld.6.14.<br><span class="bld">II</span> kind of [[vetch]], [[Ornithopus compressus]], used in making philtres, Dsc.4.131, Plin.''HN''27.57, ''PMag.Osl.''1.370.<br><span class="bld">2</span> = [[κῆμος]], Ps.-Dsc.4.133.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1365.png Seite 1365]] ἡ, Zwang, Zwangsmittel; ἐρωτικαί, das sind φιλτρα, Liebestränke, Synes. – Auch eine Pflanze, aus der diese Tränke bereitet wurden.
}}
{{ls
|lstext='''κατᾰνάγκη''': ἡ, μεγίστη [[ἀνάγκη]], βία, βιαιότεραι κ. (ἐκ διορθώσ.) Ἡλιόδ. 6, 14· ἐπῳδὰς καὶ καταδέσμους καὶ ἐρωτικὰς κ., ποτὰ ἀναγκάζοντα εἰς ἔρωτας, τὰ φίλτρα, Συνέσ. 257Β. ΙΙ. ἄδηλόν τι φυτὸν ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἀναρριχωμένων, ἐξ οὗ τὰ τοιαῦτα φίλτρα παρεσκευάζοντο, Δισκ. 4, 134.
}}
{{eles
|esgtx=[[arveja]]
}}
{{grml
|mltxt=[[κατανάγκη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μέσο]] καταναγκασμού («ἐπῳδὰς καὶ καταδέσμους καὶ ἐρωτικὰς κατανάγκας», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] ορνιθόπους ο [[ήμερος]] το οποίο χρησιμοποιούσαν για [[παρασκευή]] μαγικών φίλτρων<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[κήμος]].
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ bot. [[arveja]] ἐπίθυμα τῆς πράξεως· ... ἀρτεμισίας δραχμὴν αʹ, κατανάγκης βοτάνης... κῦφι ἱερατικόν <b class="b3">ofrenda de la práctica: una dracma de artemisa, planta de arveja, kifi hierático</b> P IV 1313 σκευὴ μέλανος ... ἀρτεμισία μονόκλωνος, κ. <b class="b3">preparación de la tinta: artemisa de un solo tallo, arveja</b> P IV 3201 P VIII 73 μίσγε δὲ τῷ θυμιατηρίῳ χυλὸν κατανάγκης καὶ ποταμογείτονος <b class="b3">mezcla en el incensario jugo de arveja y de potamogeton</b> P IV 1319 λαβὼν τὸν κάνθαρον τρίψον μετὰ κατανάγκης βοτάνης καὶ βάλε εἰς βησίον ὑελοῦν <b class="b3">toma un escarabajo, tritúralo con planta de arveja y échalo en una taza de cristal</b> P VII 975 ᾧ μεμίχθω ... κατανάγκης ἄλευρα <b class="b3">con el cual ha de mezclarse harina de arveja</b> P VII 539 βαλὼν ἔσωθεν (τοῦ δέρματος) οὐσίαν μετὰ κατανάγκης θὲς εἰς <σ>τόμα κυνὸς νεκροῦ <b class="b3">echa dentro de la piel entidad mágica con arveja y ponlo en la boca de un perro muerto</b> P XXXVI 370
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰνάγκη Medium diacritics: κατανάγκη Low diacritics: κατανάγκη Capitals: ΚΑΤΑΝΑΓΚΗ
Transliteration A: katanánkē Transliteration B: katanankē Transliteration C: katanagki Beta Code: katana/gkh

English (LSJ)

ἡ,
A means of constraint: spell, βιαιότεραι κ. cj. in Hld.6.14.
II kind of vetch, Ornithopus compressus, used in making philtres, Dsc.4.131, Plin.HN27.57, PMag.Osl.1.370.
2 = κῆμος, Ps.-Dsc.4.133.

German (Pape)

[Seite 1365] ἡ, Zwang, Zwangsmittel; ἐρωτικαί, das sind φιλτρα, Liebestränke, Synes. – Auch eine Pflanze, aus der diese Tränke bereitet wurden.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰνάγκη: ἡ, μεγίστη ἀνάγκη, βία, βιαιότεραι κ. (ἐκ διορθώσ.) Ἡλιόδ. 6, 14· ἐπῳδὰς καὶ καταδέσμους καὶ ἐρωτικὰς κ., ποτὰ ἀναγκάζοντα εἰς ἔρωτας, τὰ φίλτρα, Συνέσ. 257Β. ΙΙ. ἄδηλόν τι φυτὸν ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἀναρριχωμένων, ἐξ οὗ τὰ τοιαῦτα φίλτρα παρεσκευάζοντο, Δισκ. 4, 134.

Spanish

arveja

Greek Monolingual

κατανάγκη, ἡ (Α)
1. μέσο καταναγκασμού («ἐπῳδὰς καὶ καταδέσμους καὶ ἐρωτικὰς κατανάγκας», Συνέσ.)
2. το φυτό ορνιθόπους ο ήμερος το οποίο χρησιμοποιούσαν για παρασκευή μαγικών φίλτρων
3. το φυτό κήμος.

Léxico de magia

ἡ bot. arveja ἐπίθυμα τῆς πράξεως· ... ἀρτεμισίας δραχμὴν αʹ, κατανάγκης βοτάνης... κῦφι ἱερατικόν ofrenda de la práctica: una dracma de artemisa, planta de arveja, kifi hierático P IV 1313 σκευὴ μέλανος ... ἀρτεμισία μονόκλωνος, κ. preparación de la tinta: artemisa de un solo tallo, arveja P IV 3201 P VIII 73 μίσγε δὲ τῷ θυμιατηρίῳ χυλὸν κατανάγκης καὶ ποταμογείτονος mezcla en el incensario jugo de arveja y de potamogeton P IV 1319 λαβὼν τὸν κάνθαρον τρίψον μετὰ κατανάγκης βοτάνης καὶ βάλε εἰς βησίον ὑελοῦν toma un escarabajo, tritúralo con planta de arveja y échalo en una taza de cristal P VII 975 ᾧ μεμίχθω ... κατανάγκης ἄλευρα con el cual ha de mezclarse harina de arveja P VII 539 βαλὼν ἔσωθεν (τοῦ δέρματος) οὐσίαν μετὰ κατανάγκης θὲς εἰς <σ>τόμα κυνὸς νεκροῦ echa dentro de la piel entidad mágica con arveja y ponlo en la boca de un perro muerto P XXXVI 370