καταπιθανεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapithaneyomai
|Transliteration C=katapithaneyomai
|Beta Code=katapiqaneu/omai
|Beta Code=katapiqaneu/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">use probable arguments</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.324</span>.</span>
|Definition=[[use probable arguments]], S.E.''M.''8.324.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπῐθᾰνεύομαι:''' [[убедительно говорить]], [[пользоваться убедительными доводами]] Sext.
}}
{{ls
|lstext='''καταπῐθᾰνεύομαι''': ἀποθ., πιθανὰ [[λέγω]], μεταχειρίζομαι πιθανὰ ἐπιχειρήματα, τὸ κ. ἐκ τῶν εἰκότων ἐπισπᾶσθαι τὴν διάνοιαν εἰς συγκατάθεσιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 324.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπιθανεύομαι]] (Α)<br /><b>(αποθ.)</b> [[μεταχειρίζομαι]] πιθανά επιχειρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πιθανεύομαι]] (<span style="color: red;"><</span> [[πιθανός]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῐθᾰνεύομαι Medium diacritics: καταπιθανεύομαι Low diacritics: καταπιθανεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΠΙΘΑΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katapithaneúomai Transliteration B: katapithaneuomai Transliteration C: katapithaneyomai Beta Code: katapiqaneu/omai

English (LSJ)

use probable arguments, S.E.M.8.324.

Russian (Dvoretsky)

καταπῐθᾰνεύομαι: убедительно говорить, пользоваться убедительными доводами Sext.

Greek (Liddell-Scott)

καταπῐθᾰνεύομαι: ἀποθ., πιθανὰ λέγω, μεταχειρίζομαι πιθανὰ ἐπιχειρήματα, τὸ κ. ἐκ τῶν εἰκότων ἐπισπᾶσθαι τὴν διάνοιαν εἰς συγκατάθεσιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 324.

Greek Monolingual

καταπιθανεύομαι (Α)
(αποθ.) μεταχειρίζομαι πιθανά επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πιθανεύομαι (< πιθανός)].