καταπλακών: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataplakon
|Transliteration C=kataplakon
|Beta Code=kataplakw/n
|Beta Code=kataplakw/n
|Definition=aor. 2 part. (v. <b class="b3">ἀμπλακεῖν</b>); the gloss of Hsch. (καταπλακών· καταπλήξας, διαμαρτών) shd. be corrected thus: <b class="b3">καταπλακών· διαμαρτών</b>:—<b class="b3">καταπτακών· καταπτήξας</b>.
|Definition=aor. 2 part. (v. [[ἀμπλακεῖν]]); the gloss of [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (καταπλακών· καταπλήξας, διαμαρτών) should be corrected thus: καταπλακών· διαμαρτών:—καταπτακών· καταπτήξας.
}}
{{ls
|lstext='''καταπλακών''': ἀόρ. β΄ μετοχ., (ἴδε [[ἀμπλακεῖν]])·- ἡ [[λέξις]] τοῦ Ἡσυχίου ([[καταπλακών]], καταπτήξας, διαμαρτών), διορθωτέα οὕτω: [[καταπλακών]], διαμαρτών·- [[καταπτακών]], καταπτήξας.
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλᾰκών Medium diacritics: καταπλακών Low diacritics: καταπλακών Capitals: ΚΑΤΑΠΛΑΚΩΝ
Transliteration A: kataplakṓn Transliteration B: kataplakōn Transliteration C: kataplakon Beta Code: kataplakw/n

English (LSJ)

aor. 2 part. (v. ἀμπλακεῖν); the gloss of Hsch. (καταπλακών· καταπλήξας, διαμαρτών) should be corrected thus: καταπλακών· διαμαρτών:—καταπτακών· καταπτήξας.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλακών: ἀόρ. β΄ μετοχ., (ἴδε ἀμπλακεῖν)·- ἡ λέξις τοῦ Ἡσυχίου (καταπλακών, καταπτήξας, διαμαρτών), διορθωτέα οὕτω: καταπλακών, διαμαρτών·- καταπτακών, καταπτήξας.