προσέλεκτο: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
(Bailly1_4)
 
(4)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[προσλέγομαι]].
|btext=v. [[προσλέγομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσέλεκτο:''' γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του [[προσλέγω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσέλεκτο aor. 3 sing. van προσλέχομαι.<br />προσέλεκτο ep. aor. van προσλέχομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''προσέλεκτο:''' эп. 3 л. sing. aor. 2 к [[προσλέγομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 03:00, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

v. προσλέγομαι.

Greek Monotonic

προσέλεκτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του προσλέγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσέλεκτο aor. 3 sing. van προσλέχομαι.
προσέλεκτο ep. aor. van προσλέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

προσέλεκτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 к προσλέγομαι.