συνεπιφαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(Bailly1_5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=[[se montrer avec]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ἐπιφαίνομαι.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπιφαίνομαι''': Παθ., [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἐπιφαίνομαι, ἡ [[χάρις]] συνεπεφαίνετο τοῖς κινήμασι τοῦ προσώπου Πλουτ. Ἀντών. 83 ἐν τῇ ἀρχῇ, 2. 767C, κτλ.
|lstext='''συνεπιφαίνομαι''': Παθ., [[ὁμοῦ]] μετά τινος ἐπιφαίνομαι, ἡ [[χάρις]] συνεπεφαίνετο τοῖς κινήμασι τοῦ προσώπου Πλουτ. Ἀντών. 83 ἐν τῇ ἀρχῇ, 2. 767C, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=se montrer avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ἐπιφαίνομαι.
|elrutext='''συνεπιφαίνομαι:''' [[одновременно выставляться напоказ]], [[являться]] Plut.
}}
{{pape
|ptext=([[φαίνω]]), <i>mit [[dabei]] [[erscheinen]]</i>, bei Plut. <i>discr. ad. et am</i>. 31 [[neben]] [[συνεπιφάσκω]], wo Reiske [[συναποφαίνομαι]] [[vermutet]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 8 January 2023

French (Bailly abrégé)

se montrer avec.
Étymologie: σύν, ἐπιφαίνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιφαίνομαι: Παθ., ὁμοῦ μετά τινος ἐπιφαίνομαι, ἡ χάρις συνεπεφαίνετο τοῖς κινήμασι τοῦ προσώπου Πλουτ. Ἀντών. 83 ἐν τῇ ἀρχῇ, 2. 767C, κτλ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιφαίνομαι: одновременно выставляться напоказ, являться Plut.

German (Pape)

(φαίνω), mit dabei erscheinen, bei Plut. discr. ad. et am. 31 neben συνεπιφάσκω, wo Reiske συναποφαίνομαι vermutet.