καυκαλίας: Difference between revisions

From LSJ

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kafkalias
|Transliteration C=kafkalias
|Beta Code=kaukali/as
|Beta Code=kaukali/as
|Definition=ὁ, kind of <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bird</b>, Hsch.; cf. <b class="b3">καυκιάλης</b>.</span>
|Definition=ὁ, kind of [[bird]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[καυκιάλης]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1407.png Seite 1407]] ὁ, ein Vogel, Hesych. [[καυκιάλης]].
}}
{{ls
|lstext='''καυκᾰλίας''': ὁ, [[εἶδος]] πτηνοῦ, Ἡσύχ.· [[ὡσαύτως]] καυκιάλης ἢ καυκίαλος ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καυκαλίας]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. <i>koka</i>-, <i>kokila</i>- και το λιθουαν. <i>kauk</i><i>ӯ</i><i>s</i>, που αποτελούν όλα ονομασίες πουλιών και μπορούν πιθ. να αναχθούν σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kau</i>- «[[ουρλιάζω]]» ή <i>kaw</i><i>ā</i>- «θορυβώδες, φωνακλάδικο [[πουλί]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυκᾰλίας Medium diacritics: καυκαλίας Low diacritics: καυκαλίας Capitals: ΚΑΥΚΑΛΙΑΣ
Transliteration A: kaukalías Transliteration B: kaukalias Transliteration C: kafkalias Beta Code: kaukali/as

English (LSJ)

ὁ, kind of bird, Hsch.; cf. καυκιάλης.

German (Pape)

[Seite 1407] ὁ, ein Vogel, Hesych. καυκιάλης.

Greek (Liddell-Scott)

καυκᾰλίας: ὁ, εἶδος πτηνοῦ, Ἡσύχ.· ὡσαύτως καυκιάλης ἢ καυκίαλος ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

καυκαλίας, ὁ (Α)
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. koka-, kokila- και το λιθουαν. kaukӯs, που αποτελούν όλα ονομασίες πουλιών και μπορούν πιθ. να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα kau- «ουρλιάζω» ή kawā- «θορυβώδες, φωνακλάδικο πουλί»].