κερατιστής: Difference between revisions
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=keratistis | |Transliteration C=keratistis | ||
|Beta Code=keratisth/s | |Beta Code=keratisth/s | ||
|Definition= | |Definition=κερατιστοῦ, ὁ, [[one that butts]], [[LXX]] ''Ex.''21.29,36. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1422.png Seite 1422]] ὁ, der mit den Hörnern Stoßende, VLL. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κερᾱτιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κερατίζων, κτυπῶν διὰ τῶν κεράτων, [[ἄγριος]], Ἑβδ. (Ἐξ. 21. 29, 36). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κερατιστής]], ὁ (Α) [[κερατίζω]]<br />αυτός που χτυπά κάποιον με τα κέρατα («ἐὰν δὲ ὁ ταῦρος κερατιστὴς ᾖ», ΠΔ). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:04, 25 August 2023
English (LSJ)
κερατιστοῦ, ὁ, one that butts, LXX Ex.21.29,36.
German (Pape)
[Seite 1422] ὁ, der mit den Hörnern Stoßende, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾱτιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κερατίζων, κτυπῶν διὰ τῶν κεράτων, ἄγριος, Ἑβδ. (Ἐξ. 21. 29, 36).
Greek Monolingual
κερατιστής, ὁ (Α) κερατίζω
αυτός που χτυπά κάποιον με τα κέρατα («ἐὰν δὲ ὁ ταῦρος κερατιστὴς ᾖ», ΠΔ).