κλισίον: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klision
|Transliteration C=klision
|Beta Code=klisi/on
|Beta Code=klisi/on
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[κλεισίον]].</span>
|Definition=[[outhouse]], [[shed for cattle]], [[brothel]], [[shrine]], [[chapel]]; v. [[κλεισίον]].
}}
{{ls
|lstext='''κλῑσίον''': τό, ἐξωτερικὸς [[οἶκος]], αὐλὴ [[ὑπόστεγος]] χρησιμεύουσα ὡς σταθμὸς ὑποζυγίων καὶ ὡς [[ἐργαστήριον]], τῆς οἰκίας τὸ κλ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 2· τριῶν ἡμῖν οὐσῶν οἰκιῶν…, [[κλισίον]] μισθωσάμενοι Λυσ. 121. 55· [[δυσώνυμος]] [[οἰκία]], [[πορνεῖον]], Δημ. 270. 10. Ἡ [[ποσότης]] τῆς λέξεως ταύτης ὁρίζεται ἐκ τοῦ Ἀντιφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Δράκ. 37. 19, Ἐτυμ. Μέγ. 520. 14, [[ἔνθα]] [[ὡσαύτως]] λέγεται ὅτι [[εἶναι]] παροξύτ.· ὁ Δινδ. ἀκολουθεῖ τοῖς Γραμμ. τούτοις καὶ τῷ Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1957. 62, γράφων: κλεισίον ἐκ τοῦ [[κλείω]], πρβλ. [[κλισιάδες]]· ἐνῷ τὸ Ὁμηρ. [[κλίσιον]] πρέπει νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν √ΚΛΙ, [[κλίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κλισίον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κλεισίον]].
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[hut]]
}}
}}

Latest revision as of 09:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑσίον Medium diacritics: κλισίον Low diacritics: κλισίον Capitals: ΚΛΙΣΙΟΝ
Transliteration A: klisíon Transliteration B: klision Transliteration C: klision Beta Code: klisi/on

English (LSJ)

outhouse, shed for cattle, brothel, shrine, chapel; v. κλεισίον.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑσίον: τό, ἐξωτερικὸς οἶκος, αὐλὴ ὑπόστεγος χρησιμεύουσα ὡς σταθμὸς ὑποζυγίων καὶ ὡς ἐργαστήριον, τῆς οἰκίας τὸ κλ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 2· τριῶν ἡμῖν οὐσῶν οἰκιῶν…, κλισίον μισθωσάμενοι Λυσ. 121. 55· δυσώνυμος οἰκία, πορνεῖον, Δημ. 270. 10. Ἡ ποσότης τῆς λέξεως ταύτης ὁρίζεται ἐκ τοῦ Ἀντιφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Δράκ. 37. 19, Ἐτυμ. Μέγ. 520. 14, ἔνθα ὡσαύτως λέγεται ὅτι εἶναι παροξύτ.· ὁ Δινδ. ἀκολουθεῖ τοῖς Γραμμ. τούτοις καὶ τῷ Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1957. 62, γράφων: κλεισίον ἐκ τοῦ κλείω, πρβλ. κλισιάδες· ἐνῷ τὸ Ὁμηρ. κλίσιον πρέπει νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν √ΚΛΙ, κλίνω.

Greek Monolingual

κλισίον, τὸ (Α)
βλ. κλεισίον.

English (Woodhouse)

hut

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)