κολαπτός: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kolaptos | |Transliteration C=kolaptos | ||
|Beta Code=kolapto/s | |Beta Code=kolapto/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=κολαπτή, κολαπτόν, [[engraved]], κ. γράμμα [[an inscription]], Sammelb.5629 (Egypt, iii B.C.). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κολαπτός''': -ή, -όν, ἐγκεχαραγμένος, κ. [[γράμμα]], ἐπιγραφή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 258. 5. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κολαπτός]], -ή, -όν) [[κολάπτω]]<br />αυτός που έχει εγκολαφθεί, εγ<br />χαραχθεί, αυτός που φέρει γλυφές, [[χαρακτός]], χαραγμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κολαπτὸν [[γράμμα]]» — η [[επιγραφή]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:22, 25 August 2023
English (LSJ)
κολαπτή, κολαπτόν, engraved, κ. γράμμα an inscription, Sammelb.5629 (Egypt, iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
κολαπτός: -ή, -όν, ἐγκεχαραγμένος, κ. γράμμα, ἐπιγραφή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 258. 5.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κολαπτός, -ή, -όν) κολάπτω
αυτός που έχει εγκολαφθεί, εγ
χαραχθεί, αυτός που φέρει γλυφές, χαρακτός, χαραγμένος
αρχ.
φρ. «κολαπτὸν γράμμα» — η επιγραφή.