κορώνιος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koronios | |Transliteration C=koronios | ||
|Beta Code=korw/nios | |Beta Code=korw/nios | ||
|Definition= | |Definition=κορώνιον,<br><span class="bld">A</span> [[with crumpled horns]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[Κορώνιος]], ὁ (''[[sc.]]'' [[μήν]]), name of month at Cnossus, ''GDI''5015.28. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κορώνιος''': -ον, «μηνοειδῆ ἔχων κέρατα [[βοῦς]]» Ἡσύχ.; ἀμφίβολ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κορώνιος]], -ον (Α) [[κορώνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καμπύλα κέρατα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Κορώνιος</i> (ενν. <i>μήν</i>)<br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στην Κνωσό<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κορώνιον</i><br />[[είδος]] φυτού. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[gekrümmt]], [[krummhornig]]</i>, Hesych. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
κορώνιον,
A with crumpled horns, Hsch.
II Κορώνιος, ὁ (sc. μήν), name of month at Cnossus, GDI5015.28.
Greek (Liddell-Scott)
κορώνιος: -ον, «μηνοειδῆ ἔχων κέρατα βοῦς» Ἡσύχ.; ἀμφίβολ.
Greek Monolingual
κορώνιος, -ον (Α) κορώνη
1. αυτός που έχει καμπύλα κέρατα
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κορώνιος (ενν. μήν)
ονομασία μήνα στην Κνωσό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορώνιον
είδος φυτού.
German (Pape)
gekrümmt, krummhornig, Hesych.