κυλιστικός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kylistikos
|Transliteration C=kylistikos
|Beta Code=kulistiko/s
|Beta Code=kulistiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">practised in rolling</b>: Subst. <b class="b3">κ., ὁ</b>, <b class="b2">wrestler, who struggles on while rolling in the dust</b>, Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>4.81</span>.</span>
|Definition=κυλιστική, κυλιστικόν, [[practised in rolling]]: Subst. <b class="b3">κ., ὁ</b>, [[wrestler]], [[who struggles on while rolling in the dust]], Sch.Pi.''I.''4.81.
}}
{{ls
|lstext='''κῠλιστικός''': -ή, -όν, ἠσκημένος εἰς τὸ κυλίεσθαι· ὡς οὐσιαστ., παλαιστὴς ἐξακολουθῶν νὰ παλαίῃ ἐνῷ κυλίεται ἐν τῇ κονίᾳ, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ι. 4. 81.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυλιστικός]], -ή, -όν (Α) [[κυλίνδω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ασκηθεί στο [[κύλισμα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κυλιστικός]]<br />ο [[παλαιστής]] που αγωνιζόταν και νικούσε τον αντίπαλὀ του [[κυλιόμενος]] στο [[έδαφος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Wälzen]] [[gehörig]]</i>; ὁ κυλ. heißt <i>der [[Ringer]], der im Begen und [[Wälzen]] den [[Gegner]] überwindet, Schol. Pind</i>. 4.81. Vgl. [[κύλισις]].
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλιστικός Medium diacritics: κυλιστικός Low diacritics: κυλιστικός Capitals: ΚΥΛΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kylistikós Transliteration B: kylistikos Transliteration C: kylistikos Beta Code: kulistiko/s

English (LSJ)

κυλιστική, κυλιστικόν, practised in rolling: Subst. κ., ὁ, wrestler, who struggles on while rolling in the dust, Sch.Pi.I.4.81.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλιστικός: -ή, -όν, ἠσκημένος εἰς τὸ κυλίεσθαι· ὡς οὐσιαστ., παλαιστὴς ἐξακολουθῶν νὰ παλαίῃ ἐνῷ κυλίεται ἐν τῇ κονίᾳ, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ι. 4. 81.

Greek Monolingual

κυλιστικός, -ή, -όν (Α) κυλίνδω
1. αυτός που έχει ασκηθεί στο κύλισμα
2. το αρσ. ως ουσ.κυλιστικός
ο παλαιστής που αγωνιζόταν και νικούσε τον αντίπαλὀ του κυλιόμενος στο έδαφος.

German (Pape)

zum Wälzen gehörig; ὁ κυλ. heißt der Ringer, der im Begen und Wälzen den Gegner überwindet, Schol. Pind. 4.81. Vgl. κύλισις.