λεπρύνομαι: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leprynomai | |Transliteration C=leprynomai | ||
|Beta Code=lepru/nomai | |Beta Code=lepru/nomai | ||
|Definition= | |Definition=to [[be rough and scaly]], of snakes, Nic.''Th.''156 (as v.l.), 262. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λεπρύνομαι''': [[γίνομαι]] τραχὺς καὶ λεπιδώδης, ἐπὶ ὄφεων, Νικ. Θηρ. 156, 262. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λεπρύνομαι]] ή [[λεπραίνομαι]] (Α)<br />[[γίνομαι]] [[τραχύς]] και [[γεμίζω]] λέπια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεπρός]] ή [[λέπρα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
to be rough and scaly, of snakes, Nic.Th.156 (as v.l.), 262.
Greek (Liddell-Scott)
λεπρύνομαι: γίνομαι τραχὺς καὶ λεπιδώδης, ἐπὶ ὄφεων, Νικ. Θηρ. 156, 262.
Greek Monolingual
λεπρύνομαι ή λεπραίνομαι (Α)
γίνομαι τραχύς και γεμίζω λέπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπρός ή λέπρα.