μαλακόδερμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(8) |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malakodermos | |Transliteration C=malakodermos | ||
|Beta Code=malako/dermos | |Beta Code=malako/dermos | ||
|Definition= | |Definition=μαλακόδερμον, [[soft-skinned]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''489b15, al. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[weichhäutig]], -[[schalig]]; Schol. Ar. Th</i>. 199; ᾠά, Arist. <i>H.A</i>. 1.5. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαλᾰκόδερμος:''' [[с мягкой кожицей]] (ᾠά Arst.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μᾰλᾰκόδερμος''': -ον, ὁ ἔχων [[μαλακὸν]] δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 5. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μαλακόδερμος]], -ον)<br />αυτός που έχει απαλό [[δέρμα]] ή μαλακό φλοιό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[μαλακόδερμα]]<br /><b>ζωολ.</b> [[ομάδα]] κολεόπτερων εντόμων η οποία περιλαμβάνει τους λαμπύρους, τους μαλαχίες κ.ά. και που τα [[μέλη]] της έχουν μαλακό χιτινώδη εξωσκελετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[δέρμα]] ([[πρβλ]]. [[σκληρόδερμος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 24 November 2023
English (LSJ)
μαλακόδερμον, soft-skinned, Arist.HA489b15, al.
German (Pape)
weichhäutig, -schalig; Schol. Ar. Th. 199; ᾠά, Arist. H.A. 1.5.
Russian (Dvoretsky)
μαλᾰκόδερμος: с мягкой кожицей (ᾠά Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκόδερμος: -ον, ὁ ἔχων μαλακὸν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μαλακόδερμος, -ον)
αυτός που έχει απαλό δέρμα ή μαλακό φλοιό
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακόδερμα
ζωολ. ομάδα κολεόπτερων εντόμων η οποία περιλαμβάνει τους λαμπύρους, τους μαλαχίες κ.ά. και που τα μέλη της έχουν μαλακό χιτινώδη εξωσκελετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + δέρμα (πρβλ. σκληρόδερμος)].