μελισσοφάγος: Difference between revisions
From LSJ
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melissofagos | |Transliteration C=melissofagos | ||
|Beta Code=melissofa/gos | |Beta Code=melissofa/gos | ||
|Definition=[ | |Definition=[φᾰ], ον [[eating bees]], Eust.179.6. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0124.png Seite 124]] Bienen fressend, Eust. 179, 7. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μελισσοφάγος''': -ον, ὁ τρώγων μελίσσας, ὄρνιθες Εὐστ. 179. 6. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (Μ [[μελισσοφάγος]], -ον)<br />(για ζώα και πτηνά) αυτός που τρώει μέλισσες («μελισσοφάγοι ὄρνιθες», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> γενική [[κοινή]] [[ονομασία]] τών 24 [[περίπου]] ειδών κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας meropidae και ειδικότερα του είδους Merops apiaster. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:31, 25 August 2023
English (LSJ)
[φᾰ], ον eating bees, Eust.179.6.
German (Pape)
[Seite 124] Bienen fressend, Eust. 179, 7.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσοφάγος: -ον, ὁ τρώγων μελίσσας, ὄρνιθες Εὐστ. 179. 6.
Greek Monolingual
-ο (Μ μελισσοφάγος, -ον)
(για ζώα και πτηνά) αυτός που τρώει μέλισσες («μελισσοφάγοι ὄρνιθες», Ευστ.)
νεοελλ.
ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών 24 περίπου ειδών κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας meropidae και ειδικότερα του είδους Merops apiaster.