μελιτοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melitoeidis
|Transliteration C=melitoeidis
|Beta Code=melitoeidh/s
|Beta Code=melitoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like honey</b>, οἶνος <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>2.22</span>. Adv. -δῶς <span class="bibl">Sor. 1.91</span>.</span>
|Definition=μελιτοειδές, [[like honey]], οἶνος Hp.''Morb.''2.22. Adv. [[μελιτοειδῶς]] Sor. 1.91.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0124.png Seite 124]] ές, honigartig, -farbig, Hippocr.
}}
{{ls
|lstext='''μελῐτοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[μέλι]], [[οἶνος]] Ἱππ. 469. 6, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελιτοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που μοιάζει με το [[μέλι]], [[κυρίως]] ως [[προς]] το [[χρώμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μελιτοειδῶς</i> (Α)<br />με τρόπο μελιτοειδή, όμοια με [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐτοειδής Medium diacritics: μελιτοειδής Low diacritics: μελιτοειδής Capitals: ΜΕΛΙΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: melitoeidḗs Transliteration B: melitoeidēs Transliteration C: melitoeidis Beta Code: melitoeidh/s

English (LSJ)

μελιτοειδές, like honey, οἶνος Hp.Morb.2.22. Adv. μελιτοειδῶς Sor. 1.91.

German (Pape)

[Seite 124] ές, honigartig, -farbig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μέλι, οἶνος Ἱππ. 469. 6, κτλ.

Greek Monolingual

μελιτοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με το μέλι, κυρίως ως προς το χρώμα.
επίρρ...
μελιτοειδῶς (Α)
με τρόπο μελιτοειδή, όμοια με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + -ειδής].