μεταπεμπτέος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(8)
 
(CSV import)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metapempteos
|Transliteration C=metapempteos
|Beta Code=metapempte/os
|Beta Code=metapempte/os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be sent for</b>, <span class="bibl">Th.6.25</span>.</span>
|Definition=α, ον, to [[be sent for]], Th.6.25.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qu'on peut <i>ou</i> qu'il faut mander.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταπέμπω]].
}}
{{pape
|ptext=Adj. verb. zu [[μεταπέμπω]], <i>[[herbeizuholen]]</i>, Thuc. 6.25.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπεμπτέος:''' [[за которым следует послать]], [[который нужно требовать]] (ἐκ τῶν ξυμμάχων Thuc.).
}}
{{ls
|lstext='''μεταπεμπτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ μεταπέμπεσθαι, Θουκ. 6. 25.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταπεμπτέος]], -α, -ον (Α) [[μεταπέμπω]]<br />αυτός τον οποίο [[πρέπει]] [[κανείς]] να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταπεμπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί [[αλλού]], σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μεταπεμπτέος]], η, ον verb. adj. from [[μεταπέμπω]]<br />to be sent for, Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[arcessendus]]'', to [[be summoned]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.25.2/ 6.25.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:33, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπεμπτέος Medium diacritics: μεταπεμπτέος Low diacritics: μεταπεμπτέος Capitals: ΜΕΤΑΠΕΜΠΤΕΟΣ
Transliteration A: metapemptéos Transliteration B: metapempteos Transliteration C: metapempteos Beta Code: metapempte/os

English (LSJ)

α, ον, to be sent for, Th.6.25.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu'on peut ou qu'il faut mander.
Étymologie: adj. verb. de μεταπέμπω.

German (Pape)

Adj. verb. zu μεταπέμπω, herbeizuholen, Thuc. 6.25.

Russian (Dvoretsky)

μεταπεμπτέος: за которым следует послать, который нужно требовать (ἐκ τῶν ξυμμάχων Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταπεμπτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ μεταπέμπεσθαι, Θουκ. 6. 25.

Greek Monolingual

μεταπεμπτέος, -α, -ον (Α) μεταπέμπω
αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει.

Greek Monotonic

μεταπεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί αλλού, σε Θουκ.

Middle Liddell

μεταπεμπτέος, η, ον verb. adj. from μεταπέμπω
to be sent for, Thuc.

Lexicon Thucydideum

arcessendus, to be summoned, 6.25.2.