μονῳδικός: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=monōdikos
|Transliteration B=monōdikos
|Transliteration C=monodikos
|Transliteration C=monodikos
|Beta Code=monw|diko/s
|Beta Code=monw|diko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for a</b> <b class="b3">μονῳδία, γυμνάσματα</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>974</span>.</span>
|Definition=μονῳδική, μονῳδικόν, of or for a [[μονῳδία]], [[γυμνάσματα]] Sch.Ar.''Ra.''974.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0206.png Seite 206]] ή, όν, zur Monodie gehörig, Schol. Ar. Ran. 974 erkl. μονῳδίαις γυμνάσμασι μονῳδικοῖς, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μονῳδικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μονῳδίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 974.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μονῳδικός]], -ή, -όν)<br />[[μονωδός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στη [[μονωδία]].
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονῳδικός Medium diacritics: μονῳδικός Low diacritics: μονωδικός Capitals: ΜΟΝΩΔΙΚΟΣ
Transliteration A: monōidikós Transliteration B: monōdikos Transliteration C: monodikos Beta Code: monw|diko/s

English (LSJ)

μονῳδική, μονῳδικόν, of or for a μονῳδία, γυμνάσματα Sch.Ar.Ra.974.

German (Pape)

[Seite 206] ή, όν, zur Monodie gehörig, Schol. Ar. Ran. 974 erkl. μονῳδίαις γυμνάσμασι μονῳδικοῖς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονῳδικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μονῳδίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 974.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μονῳδικός, -ή, -όν)
μονωδός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στη μονωδία.