μυθοπλάστης: Difference between revisions

(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mythoplastis
|Transliteration C=mythoplastis
|Beta Code=muqopla/sths
|Beta Code=muqopla/sths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">coiner of legends</b>, Lyc.764, <span class="bibl">Ph.1.405</span> (pl.).</span>
|Definition=μυθοπλάστου, ὁ, [[coiner of legends]], Lyc.764, Ph.1.405 (pl.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0215.png Seite 215]] ὁ, der Sagen, Fabeln erdichtet, Lycophr. 764 u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μῡθοπλάστης''': -ου, ὁ πλάττων μύθους, διηγήματα, Λυκόφρ. 764, Φίλων 1. 405· μῡθοπλαστέω, [[πλάττω]], ἐπινοῶ μύθους, ψεύδεα Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 603. 3, πρβλ. 533. 54 ([[ἔνθα]] μυθέοντες φόβου)· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 284. - μῡθοπλαστία, ἡ, τὸ πλάττειν μύθους, Ἀθαν. τ. 1, σ. 186, 258, 301, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. μυθοπλάστρια (ΑΜ [[μυθοπλάστης]])<br />αυτός που επινοεί, που πλάθει μύθους, ο [[μυθοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψευδολόγος]], [[ψεύτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῦθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάθω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-[[πλάστης]], <i>χαλκο</i>-[[πλάστης]].
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

English (LSJ)

μυθοπλάστου, ὁ, coiner of legends, Lyc.764, Ph.1.405 (pl.).

German (Pape)

[Seite 215] ὁ, der Sagen, Fabeln erdichtet, Lycophr. 764 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθοπλάστης: -ου, ὁ πλάττων μύθους, διηγήματα, Λυκόφρ. 764, Φίλων 1. 405· μῡθοπλαστέω, πλάττω, ἐπινοῶ μύθους, ψεύδεα Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 603. 3, πρβλ. 533. 54 (ἔνθα μυθέοντες φόβου)· ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 284. - μῡθοπλαστία, ἡ, τὸ πλάττειν μύθους, Ἀθαν. τ. 1, σ. 186, 258, 301, κλ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μυθοπλάστρια (ΑΜ μυθοπλάστης)
αυτός που επινοεί, που πλάθει μύθους, ο μυθοποιός
νεοελλ.
ψευδολόγος, ψεύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + -πλάστης (< πλάθω), πρβλ. θεο-πλάστης, χαλκο-πλάστης.