μυριόπους: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myriopous | |Transliteration C=myriopous | ||
|Beta Code=murio/pous | |Beta Code=murio/pous | ||
|Definition=ὁ, ἡ, | |Definition=ὁ, ἡ, μυριόπουν, τό, gen. ποδος,<br><span class="bld">A</span> [[ten-thousand-footed]], [[many-footed]], σκώληξ Tz.''H.''13.561, Sch.Nic.''Th.''805.<br><span class="bld">II</span> [[having sides ten thousand feet long]], τρίγωνον [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.2.4. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0219.png Seite 219]] ποδος, zehntausendfüßig, mit unzählig vielen Füßen, zehntausend Fuß lang, breit, Theophr. u. A. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μῡριόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων μυρίους πόδας, [[πολύπους]], [[σκώληξ]] Νικ. Θ. 812, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 561. ΙΙ. ὁ ἔχων μυρίων ποδῶν [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 4. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυριόπους]], -ουν (ΑΜ)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα πόδια<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή [[πλάτος]] μυρίων ποδών ή που έχει πλευρές μήκους μυρίων ποδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πούς]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, μυριόπουν, τό, gen. ποδος,
A ten-thousand-footed, many-footed, σκώληξ Tz.H.13.561, Sch.Nic.Th.805.
II having sides ten thousand feet long, τρίγωνον Thphr. CP 6.2.4.
German (Pape)
[Seite 219] ποδος, zehntausendfüßig, mit unzählig vielen Füßen, zehntausend Fuß lang, breit, Theophr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων μυρίους πόδας, πολύπους, σκώληξ Νικ. Θ. 812, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 561. ΙΙ. ὁ ἔχων μυρίων ποδῶν μῆκος ἢ πλάτος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 4.
Greek Monolingual
μυριόπους, -ουν (ΑΜ)
αυτός που έχει αναρίθμητα πόδια
αρχ.
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος μυρίων ποδών ή που έχει πλευρές μήκους μυρίων ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -πούς.