ναϊκός: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=naikos | |Transliteration C=naikos | ||
|Beta Code=nai+ko/s | |Beta Code=nai+ko/s | ||
|Definition= | |Definition=ναϊκή, ναϊκόν, [[of a temple]], εὔθυνοι ''GDI''1370 (Dodona). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ναϊκός]], -ή, -όν (Α) [[ναός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναό ή που προέρχεται από τον ναό. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:08, 25 August 2023
English (LSJ)
ναϊκή, ναϊκόν, of a temple, εὔθυνοι GDI1370 (Dodona).
Greek Monolingual
ναϊκός, -ή, -όν (Α) ναός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναό ή που προέρχεται από τον ναό.