νυκτίρεμβος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nyktiremvos | |Transliteration C=nyktiremvos | ||
|Beta Code=nukti/rembos | |Beta Code=nukti/rembos | ||
|Definition=ον | |Definition=νυκτίρεμβον, [[strolling]], [[wandering about by night]], Vett.Val.16.11: wrongly spelt [[νυκτερίρεμβος]] in Ptol.''Tetr.'' 161. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυκτίρεμβος]] και [[νυκτερίρεμβος]] -ον (Α)<br />αυτός που περιφέρεται τη [[νύχτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[ῥέμβος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέμβομαι</i> «περιφέρομαι»). Ο τ. [[νυκτερίρεμβος]] [[είναι]] [[εσφαλμένος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
νυκτίρεμβον, strolling, wandering about by night, Vett.Val.16.11: wrongly spelt νυκτερίρεμβος in Ptol.Tetr. 161.
Greek Monolingual
νυκτίρεμβος και νυκτερίρεμβος -ον (Α)
αυτός που περιφέρεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + ῥέμβος (< ῥέμβομαι «περιφέρομαι»). Ο τ. νυκτερίρεμβος είναι εσφαλμένος].