ξυλοτρώκτης: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksylotroktis
|Transliteration C=ksylotroktis
|Beta Code=culotrw/kths
|Beta Code=culotrw/kths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">eating wood</b>, σκώληξ Suid. s.v. [[τερηδών]].</span>
|Definition=ξυλοτρώκτου, ὁ, [[eating wood]], σκώληξ Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[τερηδών]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] ὁ, Holznager, -spalter, Suid.
}}
{{ls
|lstext='''ξῠλοτρώκτης''': -ου, ὁ, ὁ τρώγων ξύλα, Σουΐδ. ἐν λ. [[τερηδών]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλοτρώκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που τρώγει τα ξύλα («[[τερηδών]]» — [[σκώληξ]] [[ξυλοτρώκτης]]», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[τρώκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), [[πρβλ]]. [[σχινοτρώκτης]].
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοτρώκτης Medium diacritics: ξυλοτρώκτης Low diacritics: ξυλοτρώκτης Capitals: ΞΥΛΟΤΡΩΚΤΗΣ
Transliteration A: xylotrṓktēs Transliteration B: xylotrōktēs Transliteration C: ksylotroktis Beta Code: culotrw/kths

English (LSJ)

ξυλοτρώκτου, ὁ, eating wood, σκώληξ Suid. s.v. τερηδών.

German (Pape)

[Seite 281] ὁ, Holznager, -spalter, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοτρώκτης: -ου, ὁ, ὁ τρώγων ξύλα, Σουΐδ. ἐν λ. τερηδών.

Greek Monolingual

ξυλοτρώκτης, ὁ (Α)
αυτός που τρώγει τα ξύλα («τερηδών» — σκώληξ ξυλοτρώκτης», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. σχινοτρώκτης.