ἀναλακτίζω: Difference between revisions

(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=analaktizo
|Transliteration C=analaktizo
|Beta Code=a)nalakti/zw
|Beta Code=a)nalakti/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">kick upwards</b>, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.6.31.2</span>.</span>
|Definition=[[kick upwards]], Antyll. ap. Orib.6.31.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[dar una patada hacia arriba]] τῶν σκελῶν ἀναλακτιζόντων Antyll. en Orib.6.31.2<br /><b class="num">•</b>fig. [[despotricar]], [[despreciar]] ὁ ἀναλακτίσας τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν Clem.Al.<i>Strom</i>.7.16.95.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0195.png Seite 195]] hinten ausschlagen, Clem. Al.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναλακτίζω''': [[λακτίζω]] [[ὄπισθεν]], Λατ. recalcitro, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 121: - μεταβ., [[ἀπολακτίζω]] τι, [[ἀπορρίπτω]], περιφρονῶ, ἀναλακτίσας ταὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, ἀπορρίψας αὐτὴν καταφρονητικῶς, Κλήμ. Ἀλεξ. ΙΙ. 532B.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀναλακτίζω]])<br /><b>1.</b> [[κλοτσώ]] [[προς]] τα [[επάνω]] ή [[προς]] τα [[πίσω]] ή κατ’ [[επανάληψη]]<br /><b>2.</b> [[περιφρονώ]], [[απορρίπτω]] περιφρονητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λακτίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αναλάκτιση]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 25 August 2023

English (LSJ)

kick upwards, Antyll. ap. Orib.6.31.2.

Spanish (DGE)

dar una patada hacia arriba τῶν σκελῶν ἀναλακτιζόντων Antyll. en Orib.6.31.2
fig. despotricar, despreciar ὁ ἀναλακτίσας τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν Clem.Al.Strom.7.16.95.

German (Pape)

[Seite 195] hinten ausschlagen, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλακτίζω: λακτίζω ὄπισθεν, Λατ. recalcitro, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. σ. 121: - μεταβ., ἀπολακτίζω τι, ἀπορρίπτω, περιφρονῶ, ἀναλακτίσας ταὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, ἀπορρίψας αὐτὴν καταφρονητικῶς, Κλήμ. Ἀλεξ. ΙΙ. 532B.

Greek Monolingual

ἀναλακτίζω)
1. κλοτσώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη
2. περιφρονώ, απορρίπτω περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λακτίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλάκτιση].