αναλάκτιση

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

η αναλακτίζω
1. το εκ νέου λάκτισμα, ξανακλότσημα
2. περιφρονητική απόρριψη, περιφρόνηση
3. γυμναστική άσκηση κατά την οποία υψώνεται τεντωμένο το σκέλος, όσο το δυνατόν υψηλότερα προς τα εμπρός.