παρέσχατος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pareschatos | |Transliteration C=pareschatos | ||
|Beta Code=pare/sxatos | |Beta Code=pare/sxatos | ||
|Definition=ον, | |Definition=παρέσχατον, [[last but one]], Ph.2.66: fem. παρεσχάτη (''[[sc.]]'' [[συλλαβή]]), [[penultimate]], Apollon.''Lex.''s.v. [[ἀγρονόμοι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0519.png Seite 519]] ον, der vorletzte, Sp., bes. Gramm., vgl. Schaef. Greg. Cor. p. 65. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρέσχᾰτος''': -ον, ὁ προτελευταῖος, Φίλων, 2.66, κτλ.· ἴδε Schäf. εἰς Γρηγόρ. Κορίνθ. 65· - παρεσχάτη = ἡ παραλήγουσα, «τῆς παρεσχάτης ὀξυτονουμένης» Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμ. ἐν λ. ἀγρονόμοι (σ. 28). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άτη, -ον Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στον έσχατο, ο [[προτελευταίος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παρεσχάτη</i><br /><b>γραμμ.</b> η παραλήγουσα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
παρέσχατον, last but one, Ph.2.66: fem. παρεσχάτη (sc. συλλαβή), penultimate, Apollon.Lex.s.v. ἀγρονόμοι.
German (Pape)
[Seite 519] ον, der vorletzte, Sp., bes. Gramm., vgl. Schaef. Greg. Cor. p. 65.
Greek (Liddell-Scott)
παρέσχᾰτος: -ον, ὁ προτελευταῖος, Φίλων, 2.66, κτλ.· ἴδε Schäf. εἰς Γρηγόρ. Κορίνθ. 65· - παρεσχάτη = ἡ παραλήγουσα, «τῆς παρεσχάτης ὀξυτονουμένης» Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμ. ἐν λ. ἀγρονόμοι (σ. 28).
Greek Monolingual
-άτη, -ον Α
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον έσχατο, ο προτελευταίος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρεσχάτη
γραμμ. η παραλήγουσα.