Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Φοινικόστολος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(sl1_repeat)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''Φοινῑκόστολος:''' [[посланный финикиянами]], [[финикийский]] или [[карфагенский]] (ἔγχεα Pind.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Φοινῑκόστολος''': -ον, ὁ ὐπὸ τῶν Φοινίκων στελλόμενος, Φοιν. ἔγχεα, δηλαδὴ ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Πινδ. Ν. 9. 67.
|lstext='''Φοινῑκόστολος''': -ον, ὁ ὐπὸ τῶν Φοινίκων στελλόμενος, Φοιν. ἔγχεα, δηλαδὴ ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Πινδ. Ν. 9. 67.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Φοινῑκόστολος</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of a Phoenician [[army]] [[πεῖραν]] μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου [[πέρι]] καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι ὡς [[πόρσιστα]] (the [[meaning]] [[with]] [[blood]] [[red]] spears is [[also]] intended, [[with]] ref. to the [[expedition]] of the Seven) (N. 9.28)
|sltr=<b>Φοινῑκόστολος</b> of a Phoenician [[army]] [[πεῖραν]] μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου [[πέρι]] καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι ὡς [[πόρσιστα]] (the [[meaning]] [[with]] [[blood]] [[red]] spears is [[also]] intended, [[with]] ref. to the [[expedition]] of the Seven) (N. 9.28)
}}
{{lsm
|lsmtext='''Φοινῑκόστολος:''' -ον, αυτός που έχει σταλεί από τους Φοίνικες, <i>Φοινικόστολα ἔγχεα</i>, δηλ. ἔγχεα τοῦ [[τῶν]] Φοινίκων στόλου, σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Φοινῑκό-στολος, ον,<br />sent by Phoenicians, Φοιν. ἔγχεα, i. e. ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Pind.
}}
}}

Latest revision as of 18:12, 6 October 2022

Russian (Dvoretsky)

Φοινῑκόστολος: посланный финикиянами, финикийский или карфагенский (ἔγχεα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

Φοινῑκόστολος: -ον, ὁ ὐπὸ τῶν Φοινίκων στελλόμενος, Φοιν. ἔγχεα, δηλαδὴ ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Πινδ. Ν. 9. 67.

English (Slater)

Φοινῑκόστολος of a Phoenician army πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα (the meaning with blood red spears is also intended, with ref. to the expedition of the Seven) (N. 9.28)

Greek Monotonic

Φοινῑκόστολος: -ον, αυτός που έχει σταλεί από τους Φοίνικες, Φοινικόστολα ἔγχεα, δηλ. ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, σε Πίνδ.

Middle Liddell

Φοινῑκό-στολος, ον,
sent by Phoenicians, Φοιν. ἔγχεα, i. e. ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Pind.