θέρειος: Difference between revisions

(21)
m (Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thereios
|Transliteration C=thereios
|Beta Code=qe/reios
|Beta Code=qe/reios
|Definition=α, ον, also ος, ον Ael. (v. infr.): (θέρος):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of summer, in summer</b>, <b class="b3">αὐχμὸς θ</b>. <b class="b2">summer</b>-drought, <span class="bibl">Emp.111.7</span>; δρέπανον <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span> 40.11</span>; <b class="b3">καρποί</b> ib.<span class="bibl">18</span>; θέρειος ὥρα <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>2.25</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">θερεία</b>, Ion. <b class="b3">-είη</b> (sc. <b class="b3">ὥρα</b>), ἡ,= <b class="b3">θέρος</b>, <b class="b2">summer-time, summer</b>, <span class="bibl">Hdt.1.189</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mir.</span>841a25</span>, <span class="bibl">Plb.5.1.3</span>, al., <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>27.60</span> (ii B.C.), <span class="bibl">D.S.19.58</span> (θερίᾳ) <b class="b3">; θερείης</b> <b class="b2">in summer</b>, Nic.<span class="title">Fr.</span>81; <b class="b3">μεσούσης θ</b>. <span class="bibl">D.H.1.63</span>; ὑπὸ τὴν θερείαν <span class="bibl">D.S.3.24</span>: pl., θερείαις <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>2.41</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Sup. <b class="b3">θερείτατος, η, ον</b>, <b class="b2">very hot</b>, <span class="bibl">Arat.149</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>460</span>.—In Prose <b class="b3">θερινός</b> is the more common form.</span>
|Definition=α, ον, also ος, ον Ael. (v. infr.): ([[θέρος]]):—<br><span class="bld">A</span> [[of summer]], [[in summer]], <b class="b3">αὐχμὸς θ.</b> [[summer]]-drought, Emp.111.7; δρέπανον Orph.''H.'' 40.11; [[καρποί]] ib.18; θέρειος ὥρα Ael.''NA''2.25.<br><span class="bld">II</span> [[θερεία]], Ion. -είη (''[[sc.]]'' [[ὥρα]]), ἡ, = [[θέρος]], [[summer-time]], [[summer]], [[Herodotus|Hdt.]]1.189, Arist. ''Mir.''841a25, Plb.5.1.3, al., ''PTeb.''27.60 (ii B.C.), [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.58 ([[θερίᾳ]]); <b class="b3">θερείης</b> [[in summer]], Nic.''Fr.''81; <b class="b3">μεσούσης θ.</b> D.H.1.63; ὑπὸ τὴν θερείαν [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.24: pl., θερείαις Pi.''I.''2.41.<br><span class="bld">III</span> Sup. [[θερείτατος]], [[η]], [[ον]], [[very hot]], Arat.149, Nic.''Th.''460.—In Prose [[θερινός]] is the more common form.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1200.png Seite 1200]] auch 2 Endgn, sommerlich, zum Sommer gehörig, ihn betreffend, [[δρέπανον]], καρποί, Orph. H. 39, 11. 18, [[αὐχμός]] Empedocl. bei D. L. 8, 59, ὥρα Ael. H. A. 2, 25. S. [[θερεία]] u. [[θερινός]]. Einen Superlativ θερείτατος bilden Arat. 149 Nic. Ther. 469.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1200.png Seite 1200]] auch 2 Endgn, sommerlich, zum Sommer gehörig, ihn betreffend, [[δρέπανον]], καρποί, Orph. H. 39, 11. 18, [[αὐχμός]] Empedocl. bei D. L. 8, 59, ὥρα Ael. H. A. 2, 25. S. [[θερεία]] u. [[θερινός]]. Einen Superlativ θερείτατος bilden Arat. 149 Nic. Ther. 469.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />qui concerne l'été, d'été ; <i>subst.</i> ἡ [[θερεία]] ([[ὥρα]]), <i>ion.</i> ἡ θερείη HDT l'été.<br />'''Étymologie:''' [[θέρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θέρειος:''' или 2 летний ([[αὐχμός]] Emped. ap. Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θέρειος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, ἴδε κατωτ., ([[θέρος]]): - ἀνήκων εἰς τὸ [[θέρος]], ἐν καιρῷ τοῦ θέρους, [[αὐχμός]] θ., θερινὴ [[ξηρασία]], Ἐμπεδ. 404 Sturz.· [[δρέπανον]] Ὀρφ. Ὕμν. 39. 11· καρποὶ [[αὐτόθι]] 18· [[θέρειος]] ὥρα Αἰλ. π. Ζ. 2. 25. ΙΙ. [[θερεία]], Ἰων. -είη (ἐνν. ὥρα), ἡ, = [[θέρος]], ὥρα τοῦ θέρους, «καλοκαῖρι», Ἡρόδ. 1. 189, Ἀριστ. Θαυμαστ. 114· τῆς θερείας, ἐν καιρῷ θέρους, Νικ. Ἀποσπ. 10· ὑπὸ τὴν θερείαν Διόδ. 3. 24· καὶ ἐν τῷ πληθ., ταῖς θερείαις Πίνδ. Ι. 2. 61· [[ὡσαύτως]], ἡ [[θέρειος]] Λιβάν. 3. σ. 153. ΙΙΙ. ὑπερθ. θερείτατος, ον, θερμότατος, Ἄρατ. 149, Νικ. Θ. 469. - Παρὰ πεζοῖς κοινότερος [[τύπος]] [[εἶναι]] [[θερινός]].
|lstext='''θέρειος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, ἴδε κατωτ., ([[θέρος]]): - ἀνήκων εἰς τὸ [[θέρος]], ἐν καιρῷ τοῦ θέρους, [[αὐχμός]] θ., θερινὴ [[ξηρασία]], Ἐμπεδ. 404 Sturz.· [[δρέπανον]] Ὀρφ. Ὕμν. 39. 11· καρποὶ [[αὐτόθι]] 18· [[θέρειος]] ὥρα Αἰλ. π. Ζ. 2. 25. ΙΙ. [[θερεία]], Ἰων. -είη (ἐνν. ὥρα), ἡ, = [[θέρος]], ὥρα τοῦ θέρους, «καλοκαῖρι», Ἡρόδ. 1. 189, Ἀριστ. Θαυμαστ. 114· τῆς θερείας, ἐν καιρῷ θέρους, Νικ. Ἀποσπ. 10· ὑπὸ τὴν θερείαν Διόδ. 3. 24· καὶ ἐν τῷ πληθ., ταῖς θερείαις Πίνδ. Ι. 2. 61· [[ὡσαύτως]], ἡ [[θέρειος]] Λιβάν. 3. σ. 153. ΙΙΙ. ὑπερθ. θερείτατος, ον, θερμότατος, Ἄρατ. 149, Νικ. Θ. 469. - Παρὰ πεζοῖς κοινότερος [[τύπος]] [[εἶναι]] [[θερινός]].
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />qui concerne l’été, d’été ; <i>subst.</i> [[θερεία]] ([[ὥρα]]), <i>ion.</i> ἡ θερείη HDT l’été.<br />'''Étymologie:''' [[θέρος]].
|sltr=[[θέρειος]] of [[summer]] ἀλλ' ἐπέρα [[ποτὶ]] μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι [[πλέων]] Νείλου πρὸς ἀκτάν (''[[sc.]]'' ὥραις: [[θέρειος]] coni. Wil.) (I. 2.41)
}}
{{grml
|mltxt=[[θέρειος]], -ον, θηλ. και [[θερεία]] και ιων. τ. θερείη, ή (Α) [[θέρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέρος]], ο [[θερινός]] («αύχμος [[θέρειος]]» — θερινή [[ξηρασία]], Εμπ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή [[θερεία]] ή <b>ιων.</b> <i>ή θερείη</i> (ενν. <i>ώρα</i>)<br />το [[θέρος]]<br /><b>3.</b> (το υπερθ.) <i>θερείτατος</i>, -<i>άτη</i>, -<i>ον</i><br />θερμότατος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θέρειος:''' -α, -ον ([[θέρος]]), αυτός που αναφέρεται ή βρίσκεται μέσα στο [[καλοκαίρι]]· [[θερεία]], Ιων. -είη, (ενν. [[ὥρα]]), ἡ = [[θέρος]], η [[εποχή]] του καλοκαιριού, το [[καλοκαίρι]], σε Ηρόδ., <i>ταῖςθερείαις</i>, σε Πίνδ.
}}
}}
{{Slater
{{mdlsj
|sltr=[[θέρειος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[summer]] ἀλλ' ἐπέρα [[ποτὶ]] μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι [[πλέων]] Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. ὥραις: [[θέρειος]] coni. Wil.) (I. 2.41)
|mdlsjtxt=[[θέρειος]], η, ον [[θέρος]]<br />of [[summer]], in [[summer]]:— [[θερεία]], ionic -είη, (''[[sc.]]'' ὥρἀ, = [[θέρος]], [[summer]]-[[time]], [[summer]], Hdt.; ταῖς θερείαις Pind.
}}
}}

Latest revision as of 14:59, 25 November 2024

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Ael. (v. infr.): (θέρος):—
A of summer, in summer, αὐχμὸς θ. summer-drought, Emp.111.7; δρέπανον Orph.H. 40.11; καρποί ib.18; θέρειος ὥρα Ael.NA2.25.
II θερεία, Ion. -είη (sc. ὥρα), ἡ, = θέρος, summer-time, summer, Hdt.1.189, Arist. Mir.841a25, Plb.5.1.3, al., PTeb.27.60 (ii B.C.), D.S.19.58 (θερίᾳ); θερείης in summer, Nic.Fr.81; μεσούσης θ. D.H.1.63; ὑπὸ τὴν θερείαν D.S.3.24: pl., θερείαις Pi.I.2.41.
III Sup. θερείτατος, η, ον, very hot, Arat.149, Nic.Th.460.—In Prose θερινός is the more common form.

German (Pape)

[Seite 1200] auch 2 Endgn, sommerlich, zum Sommer gehörig, ihn betreffend, δρέπανον, καρποί, Orph. H. 39, 11. 18, αὐχμός Empedocl. bei D. L. 8, 59, ὥρα Ael. H. A. 2, 25. S. θερεία u. θερινός. Einen Superlativ θερείτατος bilden Arat. 149 Nic. Ther. 469.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
qui concerne l'été, d'été ; subst.θερεία (ὥρα), ion. ἡ θερείη HDT l'été.
Étymologie: θέρος.

Russian (Dvoretsky)

θέρειος: или 2 летний (αὐχμός Emped. ap. Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

θέρειος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, ἴδε κατωτ., (θέρος): - ἀνήκων εἰς τὸ θέρος, ἐν καιρῷ τοῦ θέρους, αὐχμός θ., θερινὴ ξηρασία, Ἐμπεδ. 404 Sturz.· δρέπανον Ὀρφ. Ὕμν. 39. 11· καρποὶ αὐτόθι 18· θέρειος ὥρα Αἰλ. π. Ζ. 2. 25. ΙΙ. θερεία, Ἰων. -είη (ἐνν. ὥρα), ἡ, = θέρος, ὥρα τοῦ θέρους, «καλοκαῖρι», Ἡρόδ. 1. 189, Ἀριστ. Θαυμαστ. 114· τῆς θερείας, ἐν καιρῷ θέρους, Νικ. Ἀποσπ. 10· ὑπὸ τὴν θερείαν Διόδ. 3. 24· καὶ ἐν τῷ πληθ., ταῖς θερείαις Πίνδ. Ι. 2. 61· ὡσαύτως, ἡ θέρειος Λιβάν. 3. σ. 153. ΙΙΙ. ὑπερθ. θερείτατος, ον, θερμότατος, Ἄρατ. 149, Νικ. Θ. 469. - Παρὰ πεζοῖς κοινότερος τύπος εἶναι θερινός.

English (Slater)

θέρειος of summer ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. ὥραις: θέρειος coni. Wil.) (I. 2.41)

Greek Monolingual

θέρειος, -ον, θηλ. και θερεία και ιων. τ. θερείη, ή (Α) θέρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός («αύχμος θέρειος» — θερινή ξηρασία, Εμπ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ή θερεία ή ιων. ή θερείη (ενν. ώρα)
το θέρος
3. (το υπερθ.) θερείτατος, -άτη, -ον
θερμότατος.

Greek Monotonic

θέρειος: -α, -ον (θέρος), αυτός που αναφέρεται ή βρίσκεται μέσα στο καλοκαίρι· θερεία, Ιων. -είη, (ενν. ὥρα), ἡ = θέρος, η εποχή του καλοκαιριού, το καλοκαίρι, σε Ηρόδ., ταῖςθερείαις, σε Πίνδ.

Middle Liddell

θέρειος, η, ον θέρος
of summer, in summer:— θερεία, ionic -είη, (sc. ὥρἀ, = θέρος, summer-time, summer, Hdt.; ταῖς θερείαις Pind.