ἁβρότας: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(21)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἁβρότας</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[splendour]], [[prosperity]], cf. [[ἁβρός]] (b) ὁ δὲ [[καλόν]] τι [[νέον]] λαχὼν ἁβρότατος [[ἔπι]] μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις (P. 8.89) [[ἐπεὶ]] ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος (P. 11.34)
|sltr=<b>ἁβρότας</b> [[splendour]], [[prosperity]], cf. [[ἁβρός]] (b) ὁ δὲ [[καλόν]] τι [[νέον]] λαχὼν ἁβρότατος [[ἔπι]] μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις (P. 8.89) [[ἐπεὶ]] ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος (P. 11.34)
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἁβρότας</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[splendour]], [[prosperity]], cf. [[ἁβρός]] (b) ὁ δὲ [[καλόν]] τι [[νέον]] λαχὼν ἁβρότατος [[ἔπι]] μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις (P. 8.89) [[ἐπεὶ]] ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος (P. 11.34)
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 3 September 2022

English (Slater)

ἁβρότας splendour, prosperity, cf. ἁβρός (b) ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις (P. 8.89) ἐπεὶ ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος (P. 11.34)