περιμάρμαρος: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perimarmaros | |Transliteration C=perimarmaros | ||
|Beta Code=perima/rmaros | |Beta Code=perima/rmaros | ||
|Definition= | |Definition=περιμάρμαρον, [[sparkling]], π. ἄνθεσιν ἄχνας φλοῖσβος ''Hymn.Is.'' 165. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιμάρμαρος''': ὁ, ὁ [[πανταχόθεν]] μαρμαίρων, Ἐπιγρ. [[ἔμμετρος]] Ἄνδρου Kaib. epigr. gr. 1028. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[περιμαρμαίρω]]<br />αυτός που λαμποκοπά από όλες τις μεριές. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:46, 25 August 2023
English (LSJ)
περιμάρμαρον, sparkling, π. ἄνθεσιν ἄχνας φλοῖσβος Hymn.Is. 165.
Greek (Liddell-Scott)
περιμάρμαρος: ὁ, ὁ πανταχόθεν μαρμαίρων, Ἐπιγρ. ἔμμετρος Ἄνδρου Kaib. epigr. gr. 1028.
Greek Monolingual
-ον, Α περιμαρμαίρω
αυτός που λαμποκοπά από όλες τις μεριές.