περιπατητής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peripatitis | |Transliteration C=peripatitis | ||
|Beta Code=peripathth/s | |Beta Code=peripathth/s | ||
|Definition= | |Definition=περιπατητοῦ, ὁ, [[one who walks about]], ''Glossaria''. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0586.png Seite 586]] ὁ, der Herumgehende, der Spaziergänger (?). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιπᾰτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜ και [[περπατητής]], θηλ. περιπατήτρια, Ν [[περιπατώ]] / [[περπατώ]]<br />αυτός που κάνει περίπατο για [[ξεκούραση]] και [[αναψυχή]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:36, 25 August 2023
English (LSJ)
περιπατητοῦ, ὁ, one who walks about, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 586] ὁ, der Herumgehende, der Spaziergänger (?).
Greek (Liddell-Scott)
περιπᾰτητής: -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ και περπατητής, θηλ. περιπατήτρια, Ν περιπατώ / περπατώ
αυτός που κάνει περίπατο για ξεκούραση και αναψυχή.