ἀλληλένδετος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(big3_3)
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[entrelazado]], [[engarzado]] ἐν ἀλύσει χρυσῇ κρικίοις ἀλληλενδέτοις en una cadena de oro de anillas entrelazadas</i> Meth.<i>Palm</i>.M.18.384A, de la Trinidad, Gr.Nyss.M.44.1341D<br /><b class="num">•</b>en ret. ὑποθέσεις Sch.A.<i>Pr</i>.36.
|dgtxt=-ον<br />[[entrelazado]], [[engarzado]] ἐν ἀλύσει χρυσῇ κρικίοις ἀλληλενδέτοις en una cadena de oro de anillas entrelazadas</i> Meth.<i>Palm</i>.M.18.384A, de la Trinidad, Gr.Nyss.M.44.1341D<br /><b class="num">•</b>en ret. ὑποθέσεις Sch.A.<i>Pr</i>.36.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀλληλένδετος]], -ον)<br /><b>συνήθως στον πληθ.</b> (κυριολ. και μτφ.) αυτοί που αμοιβαία συνδέονται με άλλους, αυτοί που αμοιβαία εξαρτώνται από άλλους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αλληλένδετο</i><br />αλληλοσύνδεοη, [[αλληλεξάρτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλληλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ένδετος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἐνδῶ</i> (-έω) «[[συνδέω]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 14:36, 21 March 2024

German (Pape)

[Seite 102] gegenseitig verbunden, Sp.

Spanish (DGE)

-ον
entrelazado, engarzado ἐν ἀλύσει χρυσῇ κρικίοις ἀλληλενδέτοις en una cadena de oro de anillas entrelazadas Meth.Palm.M.18.384A, de la Trinidad, Gr.Nyss.M.44.1341D
en ret. ὑποθέσεις Sch.A.Pr.36.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀλληλένδετος, -ον)
συνήθως στον πληθ. (κυριολ. και μτφ.) αυτοί που αμοιβαία συνδέονται με άλλους, αυτοί που αμοιβαία εξαρτώνται από άλλους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αλληλένδετο
αλληλοσύνδεοη, αλληλεξάρτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλ(ο)- + -ένδετος (< ἐνδῶ (-έω) «συνδέω»)].