ἐκφυής: Difference between revisions
(big3_14b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekfyis | |Transliteration C=ekfyis | ||
|Beta Code=e)kfuh/s | |Beta Code=e)kfuh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐκφυές,<br><span class="bld">A</span> [[abnormally developed]], <b class="b3">τοῖς ὀδοῦσιν ἢ τοῖς ὀφθαλμοῖς</b> Vett. Val.110.15; [[projecting]], Procl.''Hyp.''3.16.<br><span class="bld">II</span> [[eminent]], [[extraordinary]]. Adv. [[ἐκφυῶς]] App.''Ill.''25. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desarrollado]] γεγονέτω τρίγωνα ὀρθογώνια ἐκφυῆ créense triángulos rectángulos completos</i> Procl.<i>Hyp</i>.3.16.<br /><b class="num">2</b> [[desarrollado de forma anormal]] ἐκφυεῖς τοῖς ὀδοῦσιν Vett.Val.105.1.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[naturalmente]], [[de natural]] πόλιν ... ὠχύρου ... οὖσαν ἐ. ὀχυρωτάτην fortificó la ciudad que ya tenía excelentes defensas naturales</i> App.<i>Ill</i>.25. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''ἐκφυής''': -ές, ἐξέχων, Πρόκλ. Ὑποτυπ. σ. 15. 19. ΙΙ. [[ὑπέροχος]], [[διαπρεπής]]. - Ἐπίρρ. -ῶς, ἐξόχως, Ἀππ. Ἰλλυρ. 25. | |lstext='''ἐκφυής''': -ές, ἐξέχων, Πρόκλ. Ὑποτυπ. σ. 15. 19. ΙΙ. [[ὑπέροχος]], [[διαπρεπής]]. - Ἐπίρρ. -ῶς, ἐξόχως, Ἀππ. Ἰλλυρ. 25. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[ἐκφυής]], -ές (Α)<br />Ι. 1. αυτός που προεξέχει<br /><b>2.</b> ο υπερβολικά και αφύσικα ανεπτυγμένος<br /><b>3.</b> [[θαυμαστός]], [[υπέροχος]], [[διαπρεπής]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[εκφυώς]]<br />[[έξοχα]], θαυμαστά, υπέροχα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐκφυές,
A abnormally developed, τοῖς ὀδοῦσιν ἢ τοῖς ὀφθαλμοῖς Vett. Val.110.15; projecting, Procl.Hyp.3.16.
II eminent, extraordinary. Adv. ἐκφυῶς App.Ill.25.
Spanish (DGE)
-ές
I 1desarrollado γεγονέτω τρίγωνα ὀρθογώνια ἐκφυῆ créense triángulos rectángulos completos Procl.Hyp.3.16.
2 desarrollado de forma anormal ἐκφυεῖς τοῖς ὀδοῦσιν Vett.Val.105.1.
II adv. -ῶς naturalmente, de natural πόλιν ... ὠχύρου ... οὖσαν ἐ. ὀχυρωτάτην fortificó la ciudad que ya tenía excelentes defensas naturales App.Ill.25.
German (Pape)
[Seite 786] ές, übernatürlich, außerordentlich, zw. – Adv., App. Illyr. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφυής: -ές, ἐξέχων, Πρόκλ. Ὑποτυπ. σ. 15. 19. ΙΙ. ὑπέροχος, διαπρεπής. - Ἐπίρρ. -ῶς, ἐξόχως, Ἀππ. Ἰλλυρ. 25.
Greek Monolingual
ἐκφυής, -ές (Α)
Ι. 1. αυτός που προεξέχει
2. ο υπερβολικά και αφύσικα ανεπτυγμένος
3. θαυμαστός, υπέροχος, διαπρεπής
II. επίρρ. εκφυώς
έξοχα, θαυμαστά, υπέροχα.