ποίμνιος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poimnios
|Transliteration C=poimnios
|Beta Code=poi/mnios
|Beta Code=poi/mnios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">frequented by flocks</b>, ἄλση <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>740.5</span> (lyr.).</span>
|Definition=α, ον, [[frequented by flocks]], ἄλση E.''Fr.''740.5 (lyr.).
}}
{{elru
|elrutext='''ποίμνιος:''' [[пастбищный]] (ἄλση Eur.).
}}
{{ls
|lstext='''ποίμνιος''': -α, -ον, ὁ ὑπὸ ποιμνίων συχναζόμενος, ἄλση Εὐρ. Ἀποσπ. 740.
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[ποίμνη]]<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο συχνάζουν ποίμνια<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ποίμνιος</i><br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος [[κυρίως]] στην Αρκαδία.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποίμνιος Medium diacritics: ποίμνιος Low diacritics: ποίμνιος Capitals: ΠΟΙΜΝΙΟΣ
Transliteration A: poímnios Transliteration B: poimnios Transliteration C: poimnios Beta Code: poi/mnios

English (LSJ)

α, ον, frequented by flocks, ἄλση E.Fr.740.5 (lyr.).

Russian (Dvoretsky)

ποίμνιος: пастбищный (ἄλση Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ποίμνιος: -α, -ον, ὁ ὑπὸ ποιμνίων συχναζόμενος, ἄλση Εὐρ. Ἀποσπ. 740.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α ποίμνη
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο συχνάζουν ποίμνια
2. ως κύριο όν. Ποίμνιος
προσωνυμία του Απόλλωνος κυρίως στην Αρκαδία.