ἀποβρέχω: Difference between revisions
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
(big3_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apovrecho | |Transliteration C=apovrecho | ||
|Beta Code=a)pobre/xw | |Beta Code=a)pobre/xw | ||
|Definition= | |Definition=[[steep well]], [[soak]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.5.5, ''IG''4.955.9 (Epid.): metaph., τὴν γλῶσσαν εἰς νοῦν ἀ. Zeno Stoic.1.67, cf. Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Ἀριστοτέλης]]:—Pass., aor. part. -βρεχθείς [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.9.5; -βραχείς Dsc.1.110: metaph., ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτο Philostr.''VA''7.22. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[sumergir en agua]], [[empapar]] ref. a plantas ἀποβρεχθέντα ἐν ὕδατι ἐπιρρύτῳ Thphr.<i>HP</i> 5.9.5, ὅταν ὕσῃ τούτοις ἀποβρέχειν Thphr.<i>CP</i> 2.5.5<br /><b class="num">•</b>esp. [[mantener en agua]], [[macerar]] εἰς ὕδωρ ἀποβρέξαι <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.126.9 (Epidauro III a.C.), κάλυμμα καρπείου Nic.<i>Al</i>.276, τροφήν Dieuch.15.3, τὸ [[ἄλφιτον]] τὸ καπυρόν Dieuch.15.9, ἀποβραχεὶς δὲ ἐν ὀμβρίῳ ὕδατι ... ὠφελεῖ πινόμενος Dsc.1.110, λάδανον [[ἀποβρέχω]]<ν> νέῳ οἴνῳ macerando la resina en vino nuevo</i>, <i>SB</i> 7350.3 (III/IV d.C.), fig. τὴν γλῶσσαν ... εἰς νοῦν ἀποβρέξας Zeno <i>Stoic</i>.1.67, τὸν κάλαμον ἀποβρέχων εἰς νοῦν Sud.s.u. [[Ἀριστοτέλης]]<br /><b class="num">•</b>en v. pas. [[sofocar]], [[ahogar]] ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτο Philostr.<i>VA</i> 7.22. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''ἀποβρέχω''': μέλλ. -ξω, βρέχω [[καλῶς]], βάλλω εἰς τὸ [[νερόν]], [[μοσχεύω]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 5, 5: μεταφ., ἐὰν μὴ τὴν γλῶτταν εἰς νοῦν ἀποβρέξας διαλέγῃ Ζήνων παρὰ Στοβ. 218. 2· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀριστοτέλης, - Παθ. ἀόρ. Μετοχ. ἀποβρεχθεὶς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 9, 5· ἀποβραχεὶς Διοσκ. 1. 151. | |lstext='''ἀποβρέχω''': μέλλ. -ξω, βρέχω [[καλῶς]], βάλλω εἰς τὸ [[νερόν]], [[μοσχεύω]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 5, 5: μεταφ., ἐὰν μὴ τὴν γλῶτταν εἰς νοῦν ἀποβρέξας διαλέγῃ Ζήνων παρὰ Στοβ. 218. 2· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀριστοτέλης, - Παθ. ἀόρ. Μετοχ. ἀποβρεχθεὶς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 9, 5· ἀποβραχεὶς Διοσκ. 1. 151. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=(AM [[ἀποβρέχω]])<br />[[διαβρέχω]], [[μουσκεύω]] -<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>απρόσ.</b> παύει να βρέχει. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
steep well, soak, Thphr. CP 2.5.5, IG4.955.9 (Epid.): metaph., τὴν γλῶσσαν εἰς νοῦν ἀ. Zeno Stoic.1.67, cf. Suid. s.v. Ἀριστοτέλης:—Pass., aor. part. -βρεχθείς Thphr. HP 5.9.5; -βραχείς Dsc.1.110: metaph., ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτο Philostr.VA7.22.
Spanish (DGE)
sumergir en agua, empapar ref. a plantas ἀποβρεχθέντα ἐν ὕδατι ἐπιρρύτῳ Thphr.HP 5.9.5, ὅταν ὕσῃ τούτοις ἀποβρέχειν Thphr.CP 2.5.5
•esp. mantener en agua, macerar εἰς ὕδωρ ἀποβρέξαι IG 42.126.9 (Epidauro III a.C.), κάλυμμα καρπείου Nic.Al.276, τροφήν Dieuch.15.3, τὸ ἄλφιτον τὸ καπυρόν Dieuch.15.9, ἀποβραχεὶς δὲ ἐν ὀμβρίῳ ὕδατι ... ὠφελεῖ πινόμενος Dsc.1.110, λάδανον ἀποβρέχω<ν> νέῳ οἴνῳ macerando la resina en vino nuevo, SB 7350.3 (III/IV d.C.), fig. τὴν γλῶσσαν ... εἰς νοῦν ἀποβρέξας Zeno Stoic.1.67, τὸν κάλαμον ἀποβρέχων εἰς νοῦν Sud.s.u. Ἀριστοτέλης
•en v. pas. sofocar, ahogar ὡς τὰ ἄχη τῆς ψυχῆς ἀποβρέχοιτο Philostr.VA 7.22.
German (Pape)
[Seite 298] in einen Aufguß einweichen, Theophr.; eintauchen, Sp., z. B. Nic. Al. 276.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβρέχω: μέλλ. -ξω, βρέχω καλῶς, βάλλω εἰς τὸ νερόν, μοσχεύω, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 5, 5: μεταφ., ἐὰν μὴ τὴν γλῶτταν εἰς νοῦν ἀποβρέξας διαλέγῃ Ζήνων παρὰ Στοβ. 218. 2· πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀριστοτέλης, - Παθ. ἀόρ. Μετοχ. ἀποβρεχθεὶς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 9, 5· ἀποβραχεὶς Διοσκ. 1. 151.
Greek Monolingual
(AM ἀποβρέχω)
διαβρέχω, μουσκεύω -
νεοελλ.
απρόσ. παύει να βρέχει.