ἀναφορεύς: Difference between revisions
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
(big3_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anaforeys | |Transliteration C=anaforeys | ||
|Beta Code=a)naforeu/s | |Beta Code=a)naforeu/s | ||
|Definition=ὁ, <span class=" | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[bearer]], [[bearing-pole]], [[LXX]] ''Ex.''25.12(13) sq., al.<br><span class="bld">II</span> = [[τελαμών]], Eust.243.31. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-έως, ὁ<br /><b class="num">1</b> plu. [[andas]] ποιήσεις δὲ ἀναφορεῖς ξύλα ἄσηπτα [[LXX]] <i>Ex</i>.25.13, cf. <i>Nu</i>.4.6<br /><b class="num">•</b>de la Cruz, ὁ ἀληθινὸς βότρυς, ὁ ἐπὶ τῶν ξυλίνων ἀναφορέων ἑαυτὸν δείξας Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.98.14.<br /><b class="num">2</b> sg. como sinónimo de τελαμών [[correaje]] Eust.243.31. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναφορεύς''': έως, ὁ, ὁ ἀνέχων, ὁ ἀναβαστάζων. 1) μακρὸν [[ξύλον]], «μανέλλα», πρὸς μετακομιδὴν βαρέων πραγμάτων, «ποιήσεις δὲ ἀναφορεῖς ξύλα ἄσηπτα» Ἑβδ. (Ἔξοδ. κε΄, 12). «Εἰσάξεις τοὺς ἀναφορεῖς εἰς τοὺς δακτυλίους (τῆς κιβωτοῦ)» κτλ., [[αὐτόθι]] 13· ἴδε ἀνάφορος 2) = [[τελαμών]], «τελαμὼν δὲ ξίφους ἢ ἀσπίδος ὁ [[ἀναφορεύς]]», Εὐστ. | |lstext='''ἀναφορεύς''': έως, ὁ, ὁ ἀνέχων, ὁ ἀναβαστάζων. 1) μακρὸν [[ξύλον]], «μανέλλα», πρὸς μετακομιδὴν βαρέων πραγμάτων, «ποιήσεις δὲ ἀναφορεῖς ξύλα ἄσηπτα» Ἑβδ. (Ἔξοδ. κε΄, 12). «Εἰσάξεις τοὺς ἀναφορεῖς εἰς τοὺς δακτυλίους (τῆς κιβωτοῦ)» κτλ., [[αὐτόθι]] 13· ἴδε ἀνάφορος 2) = [[τελαμών]], «τελαμὼν δὲ ξίφους ἢ ἀσπίδος ὁ [[ἀναφορεύς]]», Εὐστ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A bearer, bearing-pole, LXX Ex.25.12(13) sq., al.
II = τελαμών, Eust.243.31.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
1 plu. andas ποιήσεις δὲ ἀναφορεῖς ξύλα ἄσηπτα LXX Ex.25.13, cf. Nu.4.6
•de la Cruz, ὁ ἀληθινὸς βότρυς, ὁ ἐπὶ τῶν ξυλίνων ἀναφορέων ἑαυτὸν δείξας Gr.Nyss.Hom.in Cant.98.14.
2 sg. como sinónimo de τελαμών correaje Eust.243.31.
German (Pape)
[Seite 214] ὁ, ein jedes Werkzeug, an dem etwas aufgehängt und getragen wird, Tragseil; auch ein Querholz, das über die Schultern gelegt wird, um an den Enden desselben aufgehängte Lasten zu tragen, wie eine Wassertrage, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφορεύς: έως, ὁ, ὁ ἀνέχων, ὁ ἀναβαστάζων. 1) μακρὸν ξύλον, «μανέλλα», πρὸς μετακομιδὴν βαρέων πραγμάτων, «ποιήσεις δὲ ἀναφορεῖς ξύλα ἄσηπτα» Ἑβδ. (Ἔξοδ. κε΄, 12). «Εἰσάξεις τοὺς ἀναφορεῖς εἰς τοὺς δακτυλίους (τῆς κιβωτοῦ)» κτλ., αὐτόθι 13· ἴδε ἀνάφορος 2) = τελαμών, «τελαμὼν δὲ ξίφους ἢ ἀσπίδος ὁ ἀναφορεύς», Εὐστ.