πόνημα: Difference between revisions

(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ponima
|Transliteration C=ponima
|Beta Code=po/nhma
|Beta Code=po/nhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is wrought, work</b>, μελισσᾶν <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>165</span> (anap.); <b class="b2">a work, book</b>, AP4.3.42 (pl., Agath.), <span class="bibl">9.166</span> (Pall.).</span>
|Definition=-ατος, τό, [[that which is wrought]], [[work]], μελισσᾶν E.''IT''165 (anap.); a [[work]], [[book]], AP4.3.42 (pl., Agath.), 9.166 (Pall.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0680.png Seite 680]] τό, das Gearbeitete, Arbeit, Werk, μελισσᾶν, Eur. I. T. 165, u. sp. D., wie Pallad. 12 (VI, 166).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[travail pénible]], [[œuvre difficile]].<br />'''Étymologie:''' [[πονέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πόνημα -ατος, τό [πονέω] [[werk]], [[werkstuk]].
}}
{{elru
|elrutext='''πόνημα:''' ατος τό труд, плод трудов, произведение: π. μελισσᾶν Eur. труд пчел, т. е. мед; [[Ἰλιὰς]] τὸ π. μιᾶς [[χάριν]] ἐστὶ γυναικός Anth. «[[Илиада]]» есть произведение, (написанное) из-за одной единственной женщины (т. е. Елены).
}}
{{grml
|mltxt=-ατος, το, ΝΜΑ [[πονώ]]<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[πονώ]], [[έργο]] το οποίο έχει παραχθεί με πολύ κόπο και μόχθο<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για πνευματικό [[έργο]]) συγγραφικό [[έργο]], [[βιβλίο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μικρός]] ύμνος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πόνημα:''' -ατος, τό, [[έργο]] που εκτελείται, [[εργασία]], σε Ευρ.· [[έργο]], [[βιβλίο]], σε Ανθ.
}}
{{ls
|lstext='''πόνημα''': τό, τὸ ἐκπονηθὲν [[ἔργον]], ἡ [[ἐργασία]], μελισσῶν Εὐρ. Ι. Τ. 165· [[ἔργον]], [[βιβλίον]], Ἀνθ. Π. 4. 3, 42., 9. 166.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πόνημα]], ατος, τό, [from [[πονέω]]<br />that [[which]] is [[wrought]] out, [[work]], Eur.: a [[work]], [[book]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

English (LSJ)

-ατος, τό, that which is wrought, work, μελισσᾶν E.IT165 (anap.); a work, book, AP4.3.42 (pl., Agath.), 9.166 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 680] τό, das Gearbeitete, Arbeit, Werk, μελισσᾶν, Eur. I. T. 165, u. sp. D., wie Pallad. 12 (VI, 166).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
travail pénible, œuvre difficile.
Étymologie: πονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόνημα -ατος, τό [πονέω] werk, werkstuk.

Russian (Dvoretsky)

πόνημα: ατος τό труд, плод трудов, произведение: π. μελισσᾶν Eur. труд пчел, т. е. мед; Ἰλιὰς τὸ π. μιᾶς χάριν ἐστὶ γυναικός Anth. «Илиада» есть произведение, (написанное) из-за одной единственной женщины (т. е. Елены).

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΜΑ πονώ
1. το αποτέλεσμα του πονώ, έργο το οποίο έχει παραχθεί με πολύ κόπο και μόχθο
2. (κυρίως για πνευματικό έργο) συγγραφικό έργο, βιβλίο
μσν.-αρχ.
μικρός ύμνος.

Greek Monotonic

πόνημα: -ατος, τό, έργο που εκτελείται, εργασία, σε Ευρ.· έργο, βιβλίο, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πόνημα: τό, τὸ ἐκπονηθὲν ἔργον, ἡ ἐργασία, μελισσῶν Εὐρ. Ι. Τ. 165· ἔργον, βιβλίον, Ἀνθ. Π. 4. 3, 42., 9. 166.

Middle Liddell

πόνημα, ατος, τό, [from πονέω
that which is wrought out, work, Eur.: a work, book, Anth.