ἀφιέρωμα: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(big3_8) |
(7) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[objeto consagrado]], [[exvoto]] τάδε μὲν οὖν τὰ ἐξοχώτατα τῶν βασιλέως ἐτύγχανεν ἀφιερώματα Eus.<i>VC</i> 3.51, cf. <i>LC</i> 18, <i>PE</i> 4.2.7, <i>A.Andr.A</i> 11 (ap. crít.). | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[objeto consagrado]], [[exvoto]] τάδε μὲν οὖν τὰ ἐξοχώτατα τῶν βασιλέως ἐτύγχανεν ἀφιερώματα Eus.<i>VC</i> 3.51, cf. <i>LC</i> 18, <i>PE</i> 4.2.7, <i>A.Andr.A</i> 11 (ap. crít.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Μ [[ἀφιέρωμα]]) [[αφιερώ]]. αυτό που αφιερώνεται στον θεό ή στους αγίους, [[ανάθημα]], [[τάμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δώρο]], και [[κυρίως]] [[σύγγραμμα]] που προσφέρεται σε κάποιον ως [[ένδειξη]] [[τιμής]] ή ευγνωμοσύνης. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:24, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 410] τό, das Geweihte, Weihgeschenk, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιέρωμα: τό, τὸ ἀφιερωθέν, ἀνάθημα, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 134D.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
objeto consagrado, exvoto τάδε μὲν οὖν τὰ ἐξοχώτατα τῶν βασιλέως ἐτύγχανεν ἀφιερώματα Eus.VC 3.51, cf. LC 18, PE 4.2.7, A.Andr.A 11 (ap. crít.).
Greek Monolingual
το (Μ ἀφιέρωμα) αφιερώ. αυτό που αφιερώνεται στον θεό ή στους αγίους, ανάθημα, τάμα
νεοελλ.
δώρο, και κυρίως σύγγραμμα που προσφέρεται σε κάποιον ως ένδειξη τιμής ή ευγνωμοσύνης.