γλαυκώδης: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(big3_10)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=glafkodis
|Transliteration C=glafkodis
|Beta Code=glaukw/dhs
|Beta Code=glaukw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the owl kind</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>504a26</span>.</span>
|Definition=γλαυκῶδες, [[of the owl kind]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''504a26.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[semejante a la lechuza]], [[de la especie de la lechuza]] subst. οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων Arist.<i>HA</i> 504<sup>a</sup>26.
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>[[eulenartig]]</i>, ὄρνιθες Arist. <i>H.A</i>. 2.12.
}}
{{elru
|elrutext='''γλαυκώδης:''' [[похожий на сову]], [[совиный]] (οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γλαυκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἐκ τοῦ εἴδους τῆς [[γλαυκός]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 12. 7.
|lstext='''γλαυκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἐκ τοῦ εἴδους τῆς [[γλαυκός]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 12. 7.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ες<br />[[semejante a la lechuza]], [[de la especie de la lechuza]] subst. οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων Arist.<i>HA</i> 504<sup>a</sup>26.
|mltxt=-ες (Α [[γλαυκώδης]], -ες)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[χρώμα]] γλαυκό ή [[προς]] το γλαυκό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων» — πτηνά τα οποία ανήκουν στην [[ίδια]] [[οικογένεια]] με τη [[γλαύκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γλαυξ]], με την αρχαία σημ. και <span style="color: red;"><</span> [[γλαυκός]], με τη νεοελλ. σημ.].
}}
}}

Latest revision as of 21:45, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκώδης Medium diacritics: γλαυκώδης Low diacritics: γλαυκώδης Capitals: ΓΛΑΥΚΩΔΗΣ
Transliteration A: glaukṓdēs Transliteration B: glaukōdēs Transliteration C: glafkodis Beta Code: glaukw/dhs

English (LSJ)

γλαυκῶδες, of the owl kind, Arist.HA504a26.

Spanish (DGE)

-ες
semejante a la lechuza, de la especie de la lechuza subst. οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων Arist.HA 504a26.

German (Pape)

ες, eulenartig, ὄρνιθες Arist. H.A. 2.12.

Russian (Dvoretsky)

γλαυκώδης: похожий на сову, совиный (οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκώδης: -ες, (εἶδος) ἐκ τοῦ εἴδους τῆς γλαυκός, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 12. 7.

Greek Monolingual

-ες (Α γλαυκώδης, -ες)
νεοελλ.
αυτός που έχει χρώμα γλαυκό ή προς το γλαυκό
αρχ.
φρ. «οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων» — πτηνά τα οποία ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τη γλαύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυξ, με την αρχαία σημ. και < γλαυκός, με τη νεοελλ. σημ.].