δοξόομαι: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(big3_12)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[tener fama de]] δεδόξωσθε ... ἄνδρες εἶναι ἀγαθοί Hdt.7.135, ἐδοξώθη εἶναι ἀνὴρ ... σοφώτατος Hdt.8.124, cf. 9.48.<br /><b class="num">2</b> [[imaginarse]] δοξοῦσθαι· κατοπτρίζεσθαι. φαντάζεσθαι Hsch.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[tener fama de]] δεδόξωσθε ... ἄνδρες εἶναι ἀγαθοί Hdt.7.135, ἐδοξώθη εἶναι ἀνὴρ ... σοφώτατος Hdt.8.124, cf. 9.48.<br /><b class="num">2</b> [[imaginarse]] δοξοῦσθαι· κατοπτρίζεσθαι. φαντάζεσθαι Hsch.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοξόομαι:''' παρακ. <i>δεδόξωμαι</i> — Παθ., φημίζομαι, θεωρούμαι ότι είμαι [[τέτοιος]], με απαρ., σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δοξόομαι:''' [[считаться]], [[слыть]] (ἐδοξώθη - v. l. ἐδοξώσθη - εἶναι ἀνὴρ σοφώτατος Her.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δοξόομαι]],<br />perf. δεδόξωμαι; Pass.:— to [[have]] the [[character]] or [[credit]] of [[being]], c. inf., Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 20 August 2022

German (Pape)

[Seite 657] pass., im Rufe stehen, mit folgdm inf., Her. 7, 135. 8, 124. 9, 47.

Spanish (DGE)

1 tener fama de δεδόξωσθε ... ἄνδρες εἶναι ἀγαθοί Hdt.7.135, ἐδοξώθη εἶναι ἀνὴρ ... σοφώτατος Hdt.8.124, cf. 9.48.
2 imaginarse δοξοῦσθαι· κατοπτρίζεσθαι. φαντάζεσθαι Hsch.

Greek Monotonic

δοξόομαι: παρακ. δεδόξωμαι — Παθ., φημίζομαι, θεωρούμαι ότι είμαι τέτοιος, με απαρ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δοξόομαι: считаться, слыть (ἐδοξώθη - v. l. ἐδοξώσθη - εἶναι ἀνὴρ σοφώτατος Her.).

Middle Liddell

δοξόομαι,
perf. δεδόξωμαι; Pass.:— to have the character or credit of being, c. inf., Hdt.