ἐμπυελίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(big3_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empyelidion | |Transliteration C=empyelidion | ||
|Beta Code=e)mpueli/dion | |Beta Code=e)mpueli/dion | ||
|Definition=τό, Dim. of | |Definition=τό, ''Dim. of'' [[ἐμπυελίς]], Hero ''Aut.'' 10.1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br />mec. [[cojinete]], [[soporte]] sobre el que gira un eje, Hero <i>Aut</i>.10.1, 11.9. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπυελίδιον''': τό, καὶ ἐμπυελίς, ίδος, ἡ, ([[πύελος]]), [[κοίλωμα]] ἢ ὀπή, ἐν ᾗ εἰσέρχεται κνώδας ([[ἄξων]]) τροχοῦ, οἱ μὲν τροχοὶ περὶ κνώδακας [[σιδηροῦς]] ἐμβεβηκότας εἰς ἐμπυελίδας σιδηρᾶς Ἥρων π. Αὐτομ. 251, 245. | |lstext='''ἐμπυελίδιον''': τό, καὶ ἐμπυελίς, ίδος, ἡ, ([[πύελος]]), [[κοίλωμα]] ἢ ὀπή, ἐν ᾗ εἰσέρχεται κνώδας ([[ἄξων]]) τροχοῦ, οἱ μὲν τροχοὶ περὶ κνώδακας [[σιδηροῦς]] ἐμβεβηκότας εἰς ἐμπυελίδας σιδηρᾶς Ἥρων π. Αὐτομ. 251, 245. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:17, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of ἐμπυελίς, Hero Aut. 10.1.
Spanish (DGE)
-ου, τό
mec. cojinete, soporte sobre el que gira un eje, Hero Aut.10.1, 11.9.
German (Pape)
[Seite 818] τό, dim. zu Folgdm, Hechan.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπυελίδιον: τό, καὶ ἐμπυελίς, ίδος, ἡ, (πύελος), κοίλωμα ἢ ὀπή, ἐν ᾗ εἰσέρχεται κνώδας (ἄξων) τροχοῦ, οἱ μὲν τροχοὶ περὶ κνώδακας σιδηροῦς ἐμβεβηκότας εἰς ἐμπυελίδας σιδηρᾶς Ἥρων π. Αὐτομ. 251, 245.