προπόλιος: Difference between revisions
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=propolios | |Transliteration C=propolios | ||
|Beta Code=propo/lios | |Beta Code=propo/lios | ||
|Definition= | |Definition=προπόλιον,<br><span class="bld">A</span> [[grey-haired before his time]], Poll.2.12; <b class="b3">προπόλιος τὴν κόμην</b> Sch.Pi.''O.''4.32.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου</b> [[chaplet]], dub. in Semus 20. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0740.png Seite 740]] 1) = [[προπόλεος]], w. m. s. – 2) vor der Zeit graues Haar habend, Poll. Bei Ath. XIV, 622 c ist προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου περιθέμενοι eine Art Maske, wie es scheint. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προπόλιος''': -ον, ὁ πρὸ τοῦ προσήκοντος χρόνου πολιὸς γενόμενος, Πολυδ. Β΄, 12· [[προπόλιος]] τὴν κόμην Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 4. 32· [[ἀλλά]], ΙΙ. προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου, [[εἶδος]] καλύμματος ἐξ ἑρπύλλου περικαλύπτοντος τὸ [[πρόσωπον]], Σῆμος παρ’ Ἀθην. 622C· ὁ Δινδ. [[προκόμιον]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός του οποίου ασπρίζουν τα μαλλιά του [[πριν]] από την ώρα του, πρόωρα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου» — [[είδος]] προσωπίδας κατασκευασμένης από το [[φυτό]] [[έρπυλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πολιός]] «[[φαιός]], [[γκρίζος]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
προπόλιον,
A grey-haired before his time, Poll.2.12; προπόλιος τὴν κόμην Sch.Pi.O.4.32.
II προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου chaplet, dub. in Semus 20.
German (Pape)
[Seite 740] 1) = προπόλεος, w. m. s. – 2) vor der Zeit graues Haar habend, Poll. Bei Ath. XIV, 622 c ist προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου περιθέμενοι eine Art Maske, wie es scheint.
Greek (Liddell-Scott)
προπόλιος: -ον, ὁ πρὸ τοῦ προσήκοντος χρόνου πολιὸς γενόμενος, Πολυδ. Β΄, 12· προπόλιος τὴν κόμην Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 4. 32· ἀλλά, ΙΙ. προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου, εἶδος καλύμματος ἐξ ἑρπύλλου περικαλύπτοντος τὸ πρόσωπον, Σῆμος παρ’ Ἀθην. 622C· ὁ Δινδ. προκόμιον.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός του οποίου ασπρίζουν τα μαλλιά του πριν από την ώρα του, πρόωρα
2. φρ. «προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου» — είδος προσωπίδας κατασκευασμένης από το φυτό έρπυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πολιός «φαιός, γκρίζος»].