στενακτικός: Difference between revisions
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stenaktikos | |Transliteration C=stenaktikos | ||
|Beta Code=stenaktiko/s | |Beta Code=stenaktiko/s | ||
|Definition=ή, όν,= | |Definition=στενακτική, στενακτικόν, = [[στενακτός]] 2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] s.v. στενόεσσα. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0935.png Seite 935]] immer stöhnend, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στενακτικός''': -ή, -όν, = τῷ ἑπομ., Θεόδ. Στουδ., Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[στενακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[στεναχτικός]], -ή, -ό, Ν [[στενακτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στεναγμό<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[λυπηρός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
στενακτική, στενακτικόν, = στενακτός 2, Hsch. s.v. στενόεσσα.
German (Pape)
[Seite 935] immer stöhnend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στενακτικός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ., Θεόδ. Στουδ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στενακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και στεναχτικός, -ή, -ό, Ν στενακτός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στεναγμό
2. (κατ' επέκτ.) λυπηρός.