στενακτικός
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
στενακτική, στενακτικόν, = στενακτός 2, Hsch. s.v. στενόεσσα.
German (Pape)
[Seite 935] immer stöhnend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στενακτικός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ., Θεόδ. Στουδ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στενακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και στεναχτικός, -ή, -ό, Ν στενακτός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στεναγμό
2. (κατ' επέκτ.) λυπηρός.