στημνίον: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stimnion | |Transliteration C=stimnion | ||
|Beta Code=sthmni/on | |Beta Code=sthmni/on | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[yarn]], IG11(2).159 ''A'' 16 (Delos, iii B.C.): pl., ''PMich.Zen.''16.1 (iii B.C.), cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στημνίον''': «ὃ [[ἡμεῖς]] κατάστημον ἢ πολύστημον» Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[νήμα]], [[κλωστή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. <i>στή</i>-<i>μων</i> [[είτε]] με τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του επιθήματος -μων (<b>πρβλ.</b> <i>λί</i>-<i>μνη</i>: [[λειμών]]) [[είτε]] με [[συγκοπή]] του φωνήεντος -<i>ω</i>-]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, yarn, IG11(2).159 A 16 (Delos, iii B.C.): pl., PMich.Zen.16.1 (iii B.C.), cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
στημνίον: «ὃ ἡμεῖς κατάστημον ἢ πολύστημον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) νήμα, κλωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. στή-μων είτε με τη μηδενισμένη βαθμίδα του επιθήματος -μων (πρβλ. λί-μνη: λειμών) είτε με συγκοπή του φωνήεντος -ω-].