Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ωριαίος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(47c)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / ὡριαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που διαρκεί μια ώρα (α. «ωριαίο [[διάλειμμα]]» β. «ὡριαῑα διαστήματα», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κάθε]] μία ώρα («ωριαίες αναχωρήσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ωριαία [[γωνία]]»<br /><b>αστρον.</b> η [[γωνία]] η οποία σχηματίζεται [[ανάμεσα]] στον [[ουράνιο]] μεσημβρινό ενός παρατηρητή, [[δηλαδή]] τον [[μέγιστο]] κύκλο που διέρχεται από το [[κεφάλι]] του και από τους ουράνιους πόλους, και στον ωριαίο κύκλο, [[δηλαδή]] οποιονδήποτε άλλον [[μέγιστο]] κύκλο που διέρχεται από τους πόλους, [[πάνω]] στον οποίο βρίσκεται ένα [[ουράνιο]] [[σώμα]]<br />β) «[[ωριαίος]] [[κύκλος]]»<br /><b>αστρον.</b> [[κάθε]] [[μέγιστος]] [[κύκλος]] της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους δύο πόλους της και ο [[οποίος]] [[είναι]] [[κάθετος]] [[προς]] τον [[ουράνιο]] ισημερινό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ωριαίως</i> και <i>ωριαία</i> Ν<br />ανά μία ώρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νωτ</i>-<i>ιαῖος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / ὡριαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που διαρκεί μια ώρα (α. «ωριαίο [[διάλειμμα]]» β. «ὡριαῖα διαστήματα», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κάθε]] μία ώρα («ωριαίες αναχωρήσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ωριαία [[γωνία]]»<br /><b>αστρον.</b> η [[γωνία]] η οποία σχηματίζεται [[ανάμεσα]] στον [[ουράνιο]] μεσημβρινό ενός παρατηρητή, [[δηλαδή]] τον [[μέγιστο]] κύκλο που διέρχεται από το [[κεφάλι]] του και από τους ουράνιους πόλους, και στον ωριαίο κύκλο, [[δηλαδή]] οποιονδήποτε άλλον [[μέγιστο]] κύκλο που διέρχεται από τους πόλους, [[πάνω]] στον οποίο βρίσκεται ένα [[ουράνιο]] [[σώμα]]<br />β) «[[ωριαίος]] [[κύκλος]]»<br /><b>αστρον.</b> [[κάθε]] [[μέγιστος]] [[κύκλος]] της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους δύο πόλους της και ο [[οποίος]] [[είναι]] [[κάθετος]] [[προς]] τον [[ουράνιο]] ισημερινό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ωριαίως</i> και <i>ωριαία</i> Ν<br />ανά μία ώρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. [[νωτιαῖος]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:05, 13 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο / ὡριαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που διαρκεί μια ώρα (α. «ωριαίο διάλειμμα» β. «ὡριαῖα διαστήματα», Σέξτ. Εμπ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται κάθε μία ώρα («ωριαίες αναχωρήσεις»)
2. φρ. α) «ωριαία γωνία»
αστρον. η γωνία η οποία σχηματίζεται ανάμεσα στον ουράνιο μεσημβρινό ενός παρατηρητή, δηλαδή τον μέγιστο κύκλο που διέρχεται από το κεφάλι του και από τους ουράνιους πόλους, και στον ωριαίο κύκλο, δηλαδή οποιονδήποτε άλλον μέγιστο κύκλο που διέρχεται από τους πόλους, πάνω στον οποίο βρίσκεται ένα ουράνιο σώμα
β) «ωριαίος κύκλος»
αστρον. κάθε μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους δύο πόλους της και ο οποίος είναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό.
επίρρ...
ωριαίως και ωριαία Ν
ανά μία ώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτιαῖος)].